9.3.12

Οίκος ένοχης ανοχής




Πάντα σταματούσα στο χαλάκι της εξώπορτας και κοιτούσα με απορία εκείνο το πατάκι που συνέχεια με καλωσόριζε. Το χάζευα για μια στιγμή και έπειτα σκούπιζα τα πόδια μου με τέτοιο τρόπο που ήθελα να ακούω τον ήχο της τριβής πάνω στην επιφάνεια του να μου χαϊδεύει τα αυτιά. Όταν με γέμιζε ο ήχος ασφάλεια σταματούσα και χτυπούσα το κουδούνι που η εμφάνιση του, σε παρέπεμπε συνειρμικά σε κάτι από ρετρό εποχή. Ένα αγγελούδι δέσποζε στην πόρτα και όταν πατούσες το κουδούνι ο ήχος από καμπάνες σε έκανε για μια στιγμή να νιώσεις κάτι το αταίριαστα ευλαβικό μα και μαζί θεάρεστα αμαρτωλό συναίσθημα που έμοιαζε να σου δίνει τις ύστατες ευχές του για να ακολουθήσεις πιστά το ενάρετο μονοπάτι της ζωής, ή τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν εμένα.
Η πόρτα άνοιγε μετά από στιγμές αναμονής που έμοιαζαν με αιώνες και πάντα σε κείνο το σημείο ήταν που σκεφτόμουν για το αν θα έπρεπε να κάνω αναβολή και να σηκωθώ να πετάξω μακριά με τα πόδια στην πλάτη για φτερά. Μα η μυρωδιά πότε του σανταλόξυλου και πότε της λεβάντας ήταν αυτή που με τραβούσε από την μύτη και με κάθιζε στο εσωτερικό. Εκείνη την ημέρα, μου ήρθε στο μυαλό ένα συγκεκριμένο Αγιορίτικο θυμιατό που είχα γευτεί πριν πολλά χρόνια αλλά μου είχε μείνει αλησμόνητο. Άλλωστε, η μυρωδιά είναι αυτή που είναι πιο κοντά στην μνήμη από τις πέντε μας αισθήσεις.
Όχι, δεν βρισκόμουν σε εκκλησία. 
Όσο και να ακουστεί παράξενο, ανέκαθεν, οι οίκοι ανοχής είχαν τους δικούς τους πιστούς που αποδίδουν λατρείες, τιμές και λιτανείες προς χάριν της κοινής θεάς. Οι εθνικότητες, οι πολιτικές πεποιθήσεις, οι ποδοσφαιρικές ομάδες, οι υποκειμενικές μας φιλοσοφίες και οι κατά καιρούς αυτιστικές μας κοσμοθεωρίες μένουν εκτός πορνείου. Ακόμη και οι κοινωνικές τάξεις πολλές φορές είναι αδιάφορες. Όλοι βρίσκονται εκεί για να θυσιαστούν στον βωμό της Κοινής θεάς και να παραδώσουν τις στάχτες τους στον κλίβανο του αγοραίου έρωτα. 
Το πιο παλιό και συνάμα το πλέον ιερό επάγγελμα είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. 
Οι εταίρες της Αφροδίτης Πανδήμου, ήταν αυτές που θύμιζαν και ακόμη θυμίζουν στους άντρες πως μόνον η ερωτική δύναμη λειτουργεί ενοποιητικά ανάμεσα στους ανθρώπους και γιορτάζει την ζωή σε αντίθεση με τον θεό του πολέμου, Άρη, που διαβάλλει την όποια ενότητα και δοκιμάζει αυτοκαταστροφικά την ανδρική ρώμη προς χάριν του ίδιου του Θανάτου.
Μέχρι σήμερα, η χαρά της σάρκας και η στιγμιαία νίκη του ανδρός απέναντι στον Χάρο - Χρόνο αποτελούν το ευτελές μα κύριο ζητούμενο της σεξουαλικής επαφής. 

Όλες πληγώνουν, η τελευταία σκοτώνει.

Επιγραφή στα ρολόγια των καθεδρικών.
(Περί ωρών ο λόγος)

Όχι δεν βρισκόμουν σε εκκλησία. 
Περίμενα καρτερικά την έντονη στιγμή. Η αναμονή σημαδεύει τους τοίχους που είναι γεμάτοι από αφισοκολλημένα θηλυκά και μια αιωρούμενη ντισκομπάλα με καπελώνει κάνοντας με να δείχνω γιορτινός και πολύχρωμος. Ευτυχώς η φωτεινή σκιά μου αρνήθηκε να με ακολουθήσει ως τα μέσα, γύρισε αδιάφορα και μου είπε λίγο πριν περάσω το κατώφλι "πήγαινε εσύ κι εγώ θα σε περιμένω έξω", μπορεί να σφύριζε κι αδιάφορα μα δεν βάζω κιόλας το χέρι μου στην φωτιά. Μπορεί και να είναι αποκύημα της φαντασίας μου μα όπως και να έχει νιώθω πως ακόμη κάποιος σφυρίζει στα αυτιά μου. Μπορεί να είναι το τραγούδι της ξανθιάς Σειρήνας που περιμένει πίσω από αυτή την πόρτα. Παρφουμαρισμένη και γεμάτη ένοχες υποσχέσεις. 

Μέσα σε όλα αυτά, ακούω από το πέρα δωμάτιο το κρεβάτι να τρίζει αποκαμωμένο από το βάρος της καύλας και τον χορό των ανώνυμων κορμιών. Σε αυτό τον οίκο ανοχής υπάρχει μια γλυκιά νοσταλγία που με κάνει να τον επισκέπτομαι συχνά. Σκανάρω τους τοίχους ώστε να ξαναδιαβάσω εκείνα τα γνωμικά που αρέσει στον οικοδεσπότη να ταιριάζει με το μέρος. 
Περισυλλογή και γαμήσι με λίγα λόγια δηλαδή. 
Παίζω (το πουλί μου) και Μαθαίνω.
Τα καλύτερα μου...

"Όταν ένας άντρας πάει με μια πουτάνα, 
δεν την πληρώνει για το πήδημα, την πληρώνει για να φύγει.", συνεχίζω να διαβάζω αχόρταγα...
"Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι.", ισχύει εντός εκτός και επί τα αυτά.
 "Γέρου χάιδεμα και νιου γαμήσι.", παρατήρησα πως οι γέροι πελάτες με το που διαβάζουν το συγκεκριμένο αφήνουν έναν αναστεναγμό σαν να αναπολούν παρελθοντικά περήφανα γαμήσια ενώ οι πιτσιρικάδες αποζητούν να μάθουν τα σωστό χάϊδεμα από την πουτάνα.
"Στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάμει κρίση.", για τους ενοχικούς θρησκευόμενους. 
"Για να γίνεις ηγούμενος, πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος.", χαρά Θεού για το παπαδαριό.
"Του κώλου τα εννιάμερα.", η χαρά του πρωκτολάγνου.
"Όποιος σε κλάσει χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου.", το προτιμούν οι κοπρολάγνοι αλλά και οι ενίοτε "κλασμένοι"
"Ούτε εκκλησιά χωρίς καμπάνα, ούτε χωριό χωρίς πουτάνα.", η αναγκαιότητα της πουτανιάς βρίσκει την καλύτερη έκφραση της σε αυτή την φράση νομίζω. 
"Της γυναίκας ο καημός, λούσα, πούτσα και χορός.", αυτό αρέσει πάντα σε έναν γνωστό μου ολίγον τι μισογύνη αλλά κι εγώ όποτε το διαβάζω το βρίσκω διασκεδαστικό...θεωρώ πως είναι μακράν προτιμότερο από την σοβαροφάνεια που ελοχεύει η ανδρική συναναστροφή μεταξύ ανέραστων.
"Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί το ‘χει τραβήξει.", για τους πολυταξιδεμένους ναυτικούς.

Το παιχνίδι σταματά όταν η τριζάτη πόρτα δίνει το σύνθημα του τέλους για τον προηγούμενο και σημάνει πως ήρθε η ώρα του επόμενου αναβάτη. Οι περισσότεροι έχουν βρει την μαγκιά τους μέσα σε αυτά τα δωμάτια και αρκετοί την έχουν χάσει. Μπορείς να δεις τους πιτσιρικάδες να χασκογελούν και τους παρθένους να ξεροκαταπίνουν το άγχος τους. Όλα όμως συμβαίνουν με τρυφερότητα και υπομονή από την πλευρά της ιερόδουλης. 
Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο και η πουτάνα την τελευταία λέξη. 
Αυτή που θα με κάνει να λαχανιάσω και να πέσω γονυπετής στα πατώματα, οικτίροντας για έντεκα λεπτά πληρωμένης κα(υ)λοσύνης. Αμοιβαία αμοιβή από ξένα κορμιά που καίγονται για διαφορετικούς λόγους στο νεκροκρέβατο της ηδονής. Τα φώτα κρύβουν τα πρόσωπα κι αγκαλιάζουν τα κορμιά ντύνοντας τα με ερυθρά νυχτικά. Οι προστυχιές δεν είναι ντροπή και η ζωώδη κραυγή μας ξεπερνά την στέγη του κόκκινου σπιτιού. Γοργά ντύνομαι και το ίδιο βιαστικά θέλω να φύγω. 

Στο δρόμο προς την έξοδο, πάντοτε σηκώνω το βλέμμα προς μια τεράστια ταμπέλα που βρίσκεται πάνω από την κάσα της κεντρικής εισόδου και παίρνω μαζί μου το αγαπημένο μου γνωμικό πριν βγω στη λιακάδα και αφήσω τον ήλιο να με καθαρίσει για ακόμη μια φορά.

"Μαστίγωσέ με, δείρε με, χύσε σ’ όλο μου το κορμί, πες ότι μ’ αγαπάς.
Μετά άντε γαμήσου, σήκω και φύγε από ‘δώ."
Ανώνυμη

2 σχόλια:

Άβατον είπε...

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα

Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Κούτρας

βατραχος είπε...

τις πουτανες τις πληρωνεις. οντως εδωσες λεφτα ή εξασκησες γοητεια κ το πηρες ευκολα;

πολυ μισος εχεις μεσα σου. λιωστο πριν γυρισεις, μην το δωσεις αλλου

δεν ειναι ολες οι γυναικες/αντρες ειδωλα των μητερων/πατεραδων μας

οταν ενας ανθρωπος ξαναβρισκει το θεο ολοκληρη η ανθρωποτητα κανει ενα βημα προς την αγαπη
http://www.youtube.com/watch?v=rfkado0XahM