Η μέρα δεν τους είχε κάνει το χατήρι κι ας ήταν μεσημεράκι. Ο ήλιος είχε ξεχάσει εκείνη την μέρα να κάνει την έκδηλη παρουσία του. Διατηρούσε περισσότερο μια επιφυλακτική στάση στα πράγματα. Αυτή ήταν μια από τις λέξεις που θα έπαιζαν στο τραπέζι. Επιφυλακτικότητα. Στην συνέχεια όμως θα μοιραζόταν η τράπουλα και οι λέξεις θα έκαναν το δικό τους καρέ του Άσσου.
Ένα τραπέζι, δύο άνθρωποι. Ένας άντρας και μια γυναίκα. Δύο καφέδες σε ολική καθήζηση και δύο ποτήρια νερό που μάταια προσπαθούσαν να ξεδιψάσουν τα αφυδατωμένα στόματα. Στην μέση ένα τασάκι που δεν ήξερε που να πρωτοκοιτάξει από την νευρικότητα.. Τα τσιγάρα άναβαν και έσβηναν σαν πεφτάστερια που καταλήγουν να αυτοκτωνούν σε σταχτί λίμνη.
Έχουμε και λέμε ξανά. Ένα τραπέζι, δύο άνθρωποι. Ένας άντρας και μια γυναίκα. Μια συνάντηση που περιμένε εδώ και πολύ καιρό. Δύο αφυδατωμένες καρδιές από έρωτα που περίμεναν τόσο καιρό να ανταμώσουν από κοντά και να ξεδιψάσουν ο ένας από τον άλλον. Δύο χέρια να έχουν μείνει ναυαγισμένα μεσοπέλαγα του τραπεζιού προσπαθώντας το ένα να βρει το άλλο.
Εκείνος: καστανός με ξανθωπά ίχνη στο μαλλί, μελιά μάτια και ανάστημα γύρω στο 1.83cm χωρίς υπερβολές βάρους. Μακριά λεπτά δάχτυλα που θύμιζαν πιανίστα και ένα χαμόγελο που πάνω απ'όλα έδειχνε πηγαίο και αυθεντικό. Υπήρχε όμως μια υπόγεια νευρικότητα που όχι μόνο δεν τον άφηνε να χαμογελάσει όσο ήθελε αλλά τον έκανε να καπνίζει αδιάκοπα πίσσα και νικότινη. Το στόμα του ήθελε να της μιλήσει μα κάθε φορά επέμενε να πίνει νερό ή να καπνίζει λες και η γλώσσα του είχε πάρει φωτιά. Το βλέμμα του εννοούσε πολλά περισσότερα από ότι η μεταξύ τους σιωπή υπογράμμιζε.
Εκείνη: καστανόμαυρα μακριά μαλλιά που τελείωναν σε ατίθασες μπούκλες, μαύρες πέρλες μάτια που στο φως της μέρας έδειχναν σαν σκοτεινά πετράδια και ανάστημα γύρω στο 1.70cm με καμπύλες που την έκαναν να δείχνει ψηλότερη. Τα νύχια της, επίσης βαμμένα μαύρα σε αντίθεση με κατάλευκα δόντια της που κάθε φορά που χαμογελούσε την έκαναν να δείχνει πιο προσεγγίσιμη. Σε γενικές γραμμές το πρόσωπο της είχε αμυντική στάση ενώ τα μάτια της εξέπεμπαν ένα αμάλγαμα ερωτικού μαγνητισμού.
Το σίγουρο ήταν πως έμοιαζαν οι δυό τους πολύ στα χείλη. Ίδιο κυματιστό σχήμα που τα έκανε να αψηφήσουν θάλασσες για να φιληθούν.
Έπειτα από μια παύση που έμοιαζε με αιώνα ανάμεσα τους, εκείνος, πριν μιλήσει ακόνισε την γλώσσα του και την ίδια στιγμή έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. "Αυτό είναι για σένα", της είπε καθώς της πρότεινε ένα γυάλινο μπουκαλάκι. "Το έχω γεμίσει με μαύρη άμμο από το ηφαίστειο της Σαντορίνης και θέλω να πιστεύω πως με αυτό τον τρόπο κατάφερα να φέρω κοντά σου λίγη από την ενέργεια του νησιού".
Επιτέλους, τα μάτια της χάραξαν από χαρά στην θέα του μπουκαλιού και με μια δισταχτική κίνηση άπλωσε το χέρι της να περιεργαστεί το μπουκαλάκι από κοντά. Κοιτούσε την ηφαιστειακή άμμο και ένιωθε πως κρατούσε μαύρο χρυσάφι. "Αν δεν ήξερα πως είναι από την Σαντορίνη, θα πίστευα πως μου το έχεις φέρει από την σελήνη", του είπε με παιχνιδιάρικο τρόπο και σύνεχισε με ενθουσιασμό "Σε ευχαριστώ πολύ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει πουθενά στην Αθήνα κάτι παρόμοιο", ήθελε να πει και κάτι ακόμη μα κάτι σαν να την σταμάτησε.
Εκείνος, την παρακολουθούσε ολιστικά και λες κι ακούστηκε φρενάρισμα στον δρόμο, κοίταξε να την προλάβει πριν τρακάρει ο ενθουσιασμός της και αποκρίθηκε με ζεστή φωνή..."χαίρομαι που σου άρεσε, ήθελα να σου φέρω λίγη γη από αυτή που πατούσα τόσο καιρό ενώ η σκέψη σου με έκανε να πετώ στο φεγγάρι. Έχεις γνωρίσει ξανά Κοσμοναύτη;", η ατάκα αυτή τους έκανε να χαμογελάσουν και οι δυό.
Η φωτιά είχε ανάψει ανάμεσα τους και η Εστία ευλογούσε τον λόγο τους.
Ήταν η σειρά του να λάβει το δώρο της αποδοχής και αφού άφησε για μια στιγμή το οξυγόνο να γεμίσει το στόμα του, είπε "Έκανα πολύ δρόμο για να έρθω κοντά σου και ούτε μια στιγμή δεν παρέκλεινα από το μονοπάτι που οδηγούσε σε σένα, και τώρα είμαι εδώ μπροστά σου, για να σου πω ότι θέλω να συνεχίσω το Μονοπάτι που άνοιξε πριν καιρό για εμάς. Δεν σου ζητώ να σταματήσεις τώρα. Θέλω να σταθείς πλάι μου και να συνεχίσουμε μαζί. Για όπου μας βγάλει, για όσο αντέξουμε για όσο θα πιστεύουμε ότι το μονοπάτι αυτό θα είναι δρόμος και όχι γκρεμός...", δεν μπορούσε ούτε αυτός να πιστέψει στα αυτιά του με αυτά που έλεγε το στόμα του. Αυτό δεν ήταν μέσα στα πλάνα του. Άρχισε να νιώθει φόβο στο πετσί του αλλά συνέχισε, "...κι εγώ είμαι εδώ για σένα, σάρκα και οστά. Δίνω το παρόν για να σου πω πως το παρελθόν πλέον δεν υπάρχει και το μέλλον σίγουρα δεν θα είναι το ίδιο χωρίς εσένα. Είμαι κάτι λιγότερο από αυτό που περίμενες να βρεις και είμαι έτοιμος να γίνω κάτι παραπάνω από αυτό που ονειρευόσουν"
Ο χρόνος είχε σταματήσει. Τα σύννεφα είχαν εξαφανιστεί και ο ήλιος όταν αποφάσισε να κάνει ξανά την εμφάνιση του, φρόντισε πρώτος να ζεστάνει κείνο το δάκρυ που ξεμύτισε σαν μικρός ορφανός ήλιος από τα μάτια της κοπέλας.
Η Χίμαιρα είχε πεθάνει.
Η ανάσα της, που κάποτε ήταν φωτιά είχε σβήσει.
Η ανάσα της, που κάποτε ήταν φωτιά είχε σβήσει.
Ο Βελλεροφόντης μπορεί να κοιμάται τώρα πάνω στο ηφαίστειο.
{Και εννοείται πως αυτοί ζήσαν καλά και εμείς(;) καλύτερα...}
4 σχόλια:
Το χειρότερο σου ειναι αυτο. delete περικαλω
κοπελιε κοπελιε τα τσιγαρα μου & κλεψια απο τον ιδιο τον συντροφο μου.
Α καλα, ποσα χρονια ζω με την αρρωστια μου;
για λυπηση ειμαι, αισχος
Δημοσίευση σχολίου