Γενικότερα, υπάρχει μια κρατούσα νοοτροπία στο υποσυνείδητο μέρος της Ανθρώπινης Νόησης που αφορά ποικίλα θέματα και πράγματα ως αποδοχή του εκάστοτε διαφορετικού από αυτό που είχαμε συνηθίσει μέχρι πρότινος ως το μόνον ορθόδοξο. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αξιολόγησης, προσπαθούμε να κατατάξουμε το κάθε σε μια κατηγορία ώστε να προσδώσουμε μια κοινή συνισταμένη αποδοχής για το είναι αυτό το οποίο όλοι μας αποκαλούμε "πραγματικότητα". Επιπλέον, υποσκάπτει πίσω από πράξεις και λόγια, μια ανασφάλεια του Εγώ για το αν όντως είμαστε διαφορετικοί και μοναδικοί όσον αφορά την θέση μας σε αυτό που λέμε επίγειο βίο. Κι αυτό είναι με τη σειρά του όμως είναι συζητήσιμο εφόσον από την άλλη πλευρά ο άνθρωπος ανέκαθεν είχε την ανάγκη του να "ανήκει" κάπου. Σαν στάση τόσο ζωής αλλά και συμπεριφοράς απέναντι σε ηθικά, υπαρξιακά και κοινωνικά δρώμενα που στοιχειώνουν το επίκτητο σύστημα αξιών που είχε οικοδομήσει ως την ενηλικίωση του ο άνθρωπος καλείται να πάρει θέση και να διαφοροποιήσει τον εαυτό του τόσο στο βιωματικό αλλά και στο θεωρητικό κομμάτι της ζωής και της γνώσης που αποκόμισε κατά την διάρκεια αυτής.
Όπως πολύ σωστά λέει η λαϊκή σοφία, "ο κάθε άνθρωπος έχει να σου πει την ιστορία του". Κι αυτό ακριβώς είναι το πιο μαγευτικό σε αυτή την φάση της Παγκόσμιας Συνείδησης και κατανόησης. Το ότι ο καθένας μας αντιλαμβάνεται μέσα από τα μάτια του τον κόσμο όπως αυτός και μόνο αυτός μπορεί να πράξει και να νιώσει ο καθένας μας. Τώρα, για το αν είναι έτσι η όχι αλλά και για το πως τελικά έχουμε φτάσει στο σημείο, να μιλάμε για μια κοινή επικρατούσα "πραγματικότητα" που αφορά το σύνολο των μαζών, αυτό είναι ένα άλλο θέμα που θα άξιζε να σχολιαστεί σε ένα ίσως μελλοντικό Post.
Σημαντικό είναι να αντιληφθούμε, πως αυτή η φυσική διαφορετικότητα αντίληψης και "πραγματικοτήτων", έχει ξεχωριστή αξία όταν την αντιληφθούμε στην ολότητα της και όχι αποσπασματικά. Να δούμε ολόκληρη την εικόνα και όχι αυτό που μας σερβίρεται σαν ολότητα από την στιγμή που είναι απλά "μια ματιά", στα πράγματα.
Πάνω απ'όλα όμως, αυτό που υπάρχει κρύβεται κάτω από το υπαρξιακό μας χαλάκι, είναι ο Φόβος. Ο Φόβος της μοναξιάς και εν τέλη αποτελεί το Φόβο του Θανάτου. Ο Θάνατος ίσως, αυτών των οποίων πρεσβεύαμε σθεναρά όσο ήμασταν εν ζωή. Αυτών δηλαδή που πιστεύαμε ακράδαντα πως αποτελούσαν αυτό που συνεχώς επικαλούμαστε ως το περίφημο "Εγώ". Ο Θάνατος του Εγώ μας δηλαδή. Κι εφόσον συμβαίνει κάτι τέτοιο, η μέγιστη πλειοψηφία των ανθρώπων, έχει εγκλωβιστεί στην ταύτιση του επίπλαστου Εγώ με τον Απερίγραπτο Ανώτερο Εαυτό, ο οποίος και αντανακλά μέσα μας την γενεσιουργό αιτία των Πάντων. Ορατών και Αοράτων. Εφόσον συμβαίνει κάτι τέτοιο λογικό δεν είναι και η ανθρωπότητα να βρίσκεται σε σύγχυση, μαρασμό και πνευματικό τέλμα;
Νομίζω, πως ναι.
Μέσα λοιπόν από όλη αυτή την διαφορετικότητα που ανέφερα στην αρχή του κειμένου, προσπαθούμε σαν μονάδες να βάλουμε Τάξη στο Άπειρο και τις πιθανότητες που το περικλείουν ντυμένες το απρόβλεπτο και φυσικά, σε αυτό που μας παρουσιάστηκε ως ένα παράξενο "συμμετρικό χάος" από την παιδική μας ηλικία.
Από εκεί και πέρα, ακόμη και στον Εσωτερισμό υπάρχει μια τεράστια σύγχυση για το πως παρουσιάζεται και προβάλλει τον εαυτό του ένας άνθρωπος που υπηρετεί αυτό που λέμε ως Εσωτερική αντιληπτικότητα ιδεο-ύπαρξης. Άρα, η κοινωνική μονάδα που από τρίτους, σε μια προσπάθεια ομαδοποίησης και ταυτοπροσωπίας κατονομάζεται αυτοεπιβεβαιώνονται στα μάτια των άλλων ως "Εσωτεριστές". Και είναι πολλοί μέσα στον Εσωτερισμό που θεωρούν πως πρέπει, έστω υποσυνείδητα να υιοθετούμε ένα συγκεκριμένο στυλάκι τοποθέτησης απέναντι στα πράγματα, έτσι ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν και το ιδεολογικό τους μετερίζι. Πιστεύουν επίσης πως πρέπει να υπάρχει τρόπος και να ακολουθείται μια συγκεκριμένη οδός της εκδηλώσεως του Είναι μας. Με απλά λόγια θέτουν κανόνες. Αυτοπεριορίζονται σε στεγανά κλισέ συμπεριφοράς και δεν υμνούν την ελευθερία του εκδηλωμένου Εαυτού. Ο καθένας κλείνεται στην γυάλα του και αρνείται πεισματικά να κοιτάξει έξω από αυτήν όλα τα υπόλοιπα γυάλινα σύμπαντα τα οποία είναι αλήθεια πως συνυπάρχουν, όχι πάντοτε αρμονικά. Να προσπαθήσει για λίγο να βάλει τον εαυτό σε ένα γενικότερο πλαίσιο υπαρξιακής εκμάθησης ώστε να μάθει περισσότερα από όσα ήδη νόμιζε πως ξέρει ως τα τώρα για αυτόν. Να μπει στην θέση του άλλου βρε αδελφέ, για να το πω όσο πιο απλά γίνεται!
Δεν κατάλαβα, γιατί θα πρέπει να εξυπηρετούμε στερεότυπες στάσεις απέναντι στα πράγματα και κατ'επέκτασιν στον ίδιο τον Εαυτό μας;
Ένας άνθρωπος καλό είναι να περπατά το πιο αβάδιστο μονοπάτι, και αυτό σημαίνει τελικά "προσωπικό", όταν πριν όμως έχει περπατήσει και όλα τα άλλα μονοπάτια και πλέον αντιλαμβάνεται το ότι μπορεί να υπάρξει συμμετοχή με όλη του την καρδιά σε οτιδήποτε επιλέξει ακομπλεξάριστα μα από την άλλη είναι σε θέση να γνωρίζει πως δεν πρόκειται για μια μόνιμη ταύτιση με κάτι έξωθεν και ξενόφερτο ως προς την εσωτερικότητα του.
"Να επιλέγεις το Μονοπάτι που έχει Καρδιά", όπως έλεγε και ο Πολεμιστής Καστανέντα.
Προσωπικά, δεν θέλω να ρίχνω άγκυρα σε καταστάσεις και σε συμπεριφορές που θα με κάνουν να φαντάζω ως υπαρξιακό σκιάχτρο μια υποτιθέμενης πνευματικής θεώρησης απέναντι στα πράγματα. Βρίσκομαι, μέσα σε ένα κήπο τόσο πολυδιάστατο και ενδιαφέρον που θα ήταν κρίμα και άδικο να τον κλείσω μέσα στο μικροκοσμικό μου δισάκι. Είναι σαφές πως έτσι θα τον συρρίκνωνα και θα τον περιόριζα με απαξιωτικό τρόπο. Οι κανόνες, αφορούν πλάσματα που δεν δύναται να ρισκάρουν ώστε να προβούν σε προσωπική επανάσταση και υπέρβαση απέναντι στο τετριμμένο και φθαρτό.
«Κάνε αυτό που θέλεις, αυτό θα είναι το σύνολο του Νόμου»*.
Ποιος λέει ότι κάποιος που ασχολείται, όπως αυτός νομίζει πως ασχολείται με τον Εαυτό του, και με αυτό που γενικά το ταμπελοποιούμε ως "Εσωτερισμό" θα πρέπει να απαντάτε μόνο σε συγκεκριμένα μέρη και να δρα με στερεότυπα κλισέ αντιδράσεων; Κι αν χρειάζεται να σας το "λιανίσω" για να το καταλάβετε, ο άνθρωπος που ενασχολείται με τον Εσωτερισμό, δεν έχει μια συγκεκριμένη μορφή που έχει θέσει ο ίδιος αλλά την εικόνα που του αποδίδουν οι άλλοι, με την σύμπραξη του φυσικά τις περισσότερες φορές.
Μπορεί να είμαι αυτό που εσύ θες να νομίζεις πως είμαι. Οι σκέψεις σου για την διαδικτυακή περσόνα που εκδηλώνω δεν σημαίνει πως αφορούν άμεσα το άτομο μου σαν πολυδιάστατη οντότητα. Ακόμη και στην καθημερινή μου ζωή, η μια μου στιγμή μπορεί να μοιάζει πολύ διαφορετική από την άλλη καθώς αρέσκομαι να καθρεφτίζω τον εαυτό μου μέσα από την αντανάκλαση των άλλων επάνω μου.
Με την ίδια αμεσότητα με την οποία επικοινωνώ από εδώ μέσα, εξίσου μπορώ να πω πως με άλλη τόση αμεσότητα, θα βρεθώ στο γήπεδο και θα γουστάρω όλη αυτή την αδρεναλίνη που θα ποτίσει το μυαλό μου, θα βγω την νύχτα και θα μεθύσω το "Είναι" μου μέσα στα μπαρ με φίλους, θα παρακολουθήσω όπερα και θα συγκινηθώ σαν μικρό παιδί, θα επισκεφτώ μια έκθεση ζωγραφικής και θα νιώσω πως θέλω να υποκλιθώ στο μεγαλείο της Θείας εμπνεύσεως του καλλιτέχνη, θα πάω σε μια συναυλία και θα εκστασιαστώ από τον χορό της Ψυχής μου στις μελωδίες του Κόσμου, θα εκφραστώ με την ίδια καρδιά μέσα από ένα ζεϊμπέκικο και θα νιώσω ξανά την υπέρτατη Ένωση του Αρσενικού με το Θηλυκό, χορεύοντας ένα αργεντίνικο τάνγκο, θα μιλήσω με ένα παιδί με την ίδια ζωντάνια και ειλικρίνεια όπως θα ήθελα να κάνω και με έναν ενήλικα, θα φλερτάρω ασύστολα μια όμορφη κοπέλα και γιατί όχι θα αφεθώ να ερωτευτώ ως το μεδούλι της ύπαρξης μου, θα ησυχάσω από την βοή του έξωθεν συναπαντήματος και θα με εναποθέσω στη Σιγή του μυαλού και της καρδιάς.
Ξεκολλήστε το μυαλό σας λοιπόν και χαλαρώστε με αυτό που έχετε απέναντι σας και όχι με αυτό που εσείς προσδοκούσατε να έχετε. Μην με πρήζετε το λοιπόν.
Και όλα αυτά τα γράφω χωρίς ίχνος εντυπωσιασμού και φυσικά, δίχως την παραμικρή ή ολική ταύτιση με την παρατήρηση του εκάστοτε φαινομένου.
Αν και βιώνεις την στιγμή δεν είσαι μόνον αυτό,
είσαι και αυτό.
Στην συνέχεια δεν μένει παρά να πας παρακάτω και να δεις το εφήμερο ως ρίζα και κατάληξη του δέντρου της Ζωής.
Τότε είμαι σίγουρος πως θα έχεις την ευλογία να εκτιμήσεις πολλά πράγματα.
*Άλιστερ Κρόουλι
30.12.07
Δύο αλλά Χαμαιλέον
29.12.07
Rage Against the Machine-Freedom live!
φωτίζει τον καθένα μας
στους Σκοτεινούς καιρούς
που βιώνουμε.
DE OCULO HOOR*
Δημοσίευση Επιπέδου Α'
Ερμητικό Τάγμα της Χ.Α.
1.Αυτό είναι το Βιβλίο του Ανοίγματος του Ματιού του Ώρου, σύμβολο του οποίου για τους αμύητους είναι το μάτι μέσα στο τρίγωνο και ερμηνεία του η φώτιση.
2.Εσύ που διαβάζεις αυτό δε διαβάζεις. Εσύ που αναζητάς δε θα βρεις. Εσύ που καταλαβαίνεις δεν καταλαβαίνεις. Γιατί η γνώση και η κατανόηση έρχονται όταν δεν είσαι ο εαυτός σου, όταν δεν είσαι τίποτα.
3.Κάποτε υπήρχε ένας μοναχός, ένας μαθητής εκείνου του μεγάλου Μάγου του Τάγματος μας τον οποίο οι άνθρωποι ονομάζουν Βούδα, που σημαίνει Αυτός που είναι Ξυπνητός. Διότι οι άνθρωποι ρώτησαν τον Άρχοντα Γκαουτάμα: "Είσαι Θεός;" Και εκείνος απάντησε: "Όχι". Και ρώτησαν ξανά: "Είσαι άγιος;" Και εκείνος απάντησε ξανά: "Όχι". Και έπειτα τον ρώτησαν: "Τι Είσαι;" Κι εκείνος απάντησε: "Είμαι Ξυπνητός". Έκτοτε είναι γνωστός ως Βούδας, ο Αφυπνισμένος.
4.Και ο μοναχός, προκειμένου να αφυπνίσει τον εαυτό του, εξασκήθηκε στην τέχνη του διαλογισμού όπως τη διδάχτηκε από τον Βούδα, που στην αρχική του μορφή, πριν διαστρεβλωθεί από ψεύτικες φαντασίες και αναλύσεις θεολόγων, ήταν μονάχα αυτό: να παρατηρείς όλα τα περιστατικά και γεγονότα και να Θυμάσαι να λες για το καθένα στην Ψυχή σου: Αυτό είναι εφήμερο.
5.Και ο μοναχός κοίταζε όλα τα περιστατικά και γεγονότα, υπενθυμίζοντας πάντοτε στον εαυτό του: Αυτό είναι εφήμερο.
6.Και ο μοναχός προσέγγισε την Αφύπνιση, και γι'αυτό βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο, γιατί ο Άρχοντας της Αβύσσου των Παραισθήσεων, τον οποίο οι βουδιστές αποκαλούν Μάρα ο Σαγηνευτής, έρχεται γρήγορα σε αυτούς που πλησιάζουν την Αφύπνιση, για να τους υπνωτίσει και να τους ρίξει ξανά στον Ύπνο των Αφελών, που είναι η συνηθισμένη συνειδητή κατάσταση του Ανθρώπου.
7.Και ο Μάρα πράγματι βασάνισε σκληρά τον μοναχό, φέρνοντας θάνατο στους απογόνους του, παραφροσύνη στους αγαπημένους, αρρώστια στα μάτια του και συκοφαντίες και κακία και τη μεγάλη κατάρα των μηνύσεων και διάφορα άλλα βάσανα. Όμως ο μοναχός σκεφτόταν πάντα: Αυτό είναι εφήμερο. Κι έτσι πλησίαζε στην Αφύπνιση.
8.Και ο Μάρα, ο Άρχοντας της Αβύσσου των Ψευδαισθήσεων, έκανε τότε τον μοναχό να πεθάνει και να μετενσαρκωθεί ως ένα σχεδόν άμυαλο πλάσμα, έναν παπαγάλο, ο οποίος πετάριζε από δέντρο σε δέντρο βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Και ο Μάρα σκέφτηκε: "Τώρα δεν έχει καμιά ελπίδα να φτάσει στην Αφύπνιση".
9.Όμως ένας αδελφός μοναχός του βουδιστικού τάγματος ήρθε μια μέρα στη ζούγκλα, ψέλνοντας τις Διδαχές, και ο παπαγάλος άκουσε και επαναλάμβανε μια φράση ξανά και ξανά: Αυτό είναι εφήμερο.
10.Και έτσι ξεκίνησε πνευματική δραστηριότητα στον παπαγάλο, και οι αναμνήσεις της περασμένης ζωής του επέστρεψαν, και το νόημα της διδασκαλίας Αυτό είναι εφήμερο. Και ο Μάρα τον καταράστηκε τρομερά από το θυμό του, και τον έκανε να πεθάνει ξανά και να μετενσαρκωθεί ως ελέφαντας, ακόμα πιο βαθιά μέσα στην ζούγκλα και πιο μακριά από τις γλώσσες των ανθρώπων.
11.Και πολλά χρόνια πέρασαν, και φαινόταν ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να γνωρίσει την Αφύπνιση εκείνη η ψυχή. Όμως η επίδραση του καλού κάρμα, όπως και αυτή του κακού, συνεχιζόταν εσαεί, και τελικά εμφανίστηκαν άνθρωποι στην ζούγκλα, και αιχμαλώτισαν τον ελέφαντα για να τον πουλήσουν σε ένα μαχαραγιά.
12.Και ο ελέφαντας ζούσε στην αυλή του μαχαραγιά, και πέρασαν πολλά χρόνια.
13.Και ένας άλλος μοναχός του βουδιστικού τάγματος ήρθε στο μαχαραγιά, και δίδαξε στην αυλή, και η διδαχή του ήταν η εξής: Αυτό είναι εφήμερο. Και στον ελέφαντα ξύπνησαν αναμνήσεις, και το νόημα έγινε κατανοητό με τις αναμνήσεις, και η Αφύπνιση πλησίασε και πάλι.
14.Και ο Μάρα καταράστηκε έξαλλος, και έκανε τον ελέφαντα να πεθάνει. Και αυτή τη φορά ο Μάρα φρόντισε η μετενσάρκωση να γίνει όσο πιο μακριά γινόταν, ώστε να σβήσει κάθε πιθανότητα Αφύπνισης, κάνοντας τον μοναχό να μετενσαρκωθεί ως Αμερικανός ευαγγελιστής.
15.Και ο ευαγγελιστής ανήκε στην Ηθική Πλειοψηφία (bocca grande giganticus) και ταξίδευε σε ολόκληρο το αμερικανικό έθνος, σε βορρά και νότο, ανατολή και δύση, κηρύσσοντας ότι όλοι κινδύνευαν να καούν στο πυρ το εξώτερον και ότι υπήρχε μόνο Ένα μονοπάτι προς τη Λύτρωση, και ότι αυτό το μονοπάτι εξαρτιόταν από το να πιστεύεις όλα όσα έλεγε εκείνος και να κάνεις όλα όσα απαιτούσε.
16.Και έτσι σκλάβωσε πολλούς, οι οποίοι έγιναν υποχείρια του και περιφέρονταν ανακράζοντας: Αλληλούια, σωθήκαμε.
17.Και ο Μάρα χαιρόταν, καθώς τώρα η ψυχή του μοναχού βρισκόταν πιο μακριά από τη Φώτιση παρά ποτέ. Γιατί παλιότερα ήταν ένας Υποκειμενικά Άπελπις Ηλίθιος-δηλαδή κάποιος που έχει συνείδηση της ανίατης ηλιθιότητας του-, ενώ τώρα ήταν ένας Αντικειμενικά Άπελπις Ηλίθιος-δηλαδή κάποιος που Νομίζει ότι Ξέρει, όταν στην πραγματικότητα δεν Ξέρει Τίποτα.
18.Όμως ο ευαγγελιστής συναντήθηκε με άλλους κληρικούς για να συζητήσουν την αποστολή ιεραποστόλων στους απίστους της Ανατολής. Κι εκεί κάποιος μίλησε για τις δεισιδαιμονίες της Ανατολής, και ανέφερε τη βουδιστική διδαχή που λέει: Όλα είναι εφήμερα.
19.Και στο μυαλό του ευαγγελιστή ξεκίνησε πνευματική δραστηριότητα και άρχισαν να ξεδιπλώνονται αναμνήσεις από προηγούμενες μετενσαρκώσεις. Και ο Μάρα, χολωμένος, επιχείρησε να στήσει την Τελευταία των Παγίδων, και έκανε τον ευαγγελιστή να γίνει ο Μαχαμπράχμα, ο Κύριος των Κυρίων, Θεός όλων των πιθανών συμπάντων.
20.Και ο Μαχαμπράχμα έζησε σε θεϊκή ευδαιμονία για δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων χρόνων, δημιουργώντας πολλούς μικρότερους Μπράχμα, οι οποίοι δημιούργησαν τα δικά τους σύμπαντα και ήταν Θεοί σε αυτά. Και ο Μαχαμπράχμα παρακολουθούσε όλη αυτή τη δραστηριότητα και την απολάμβανε με Αφ'Υψηλού Αδιαφορία, γιατί ο Μαχαμπράχμα ήταν η συνείδηση χωρίς πάθος.
21.Και έτσι ο μοναχός φαινόταν τελικά να έχει αποκοπεί από την φώτιση για πάντα.
22.Όμως τελικά ο Μαχαμπράχμα παρατήρησε, έχοντας παρακολουθήσει πολλούς Θεούς να έρχονται και να παρέρχονται, ότι όλα τα σύμπαντα τους μεγάλωναν και άνθιζαν και πέθαιναν, και ότι ο Νόμος των Νόμων ήταν: Όλα είναι εφήμερα.
23.Και ο Μαχαμπράχμα συνειδητοποίησε ότι κι Αυτός ήταν εφήμερος.
24.Και ο Μαχαμπράχμα πέτυχε την φώτιση.
25.Και ο Μαχαμπράχμα επέστρεψε στη συνείδηση στο μυαλό του μοναχού που εξασκούνταν στο βουδιστικό διαλογισμό τού να κοιτάζει όλα τα πράγματα και να σκέφτεται: Αυτό είναι εφήμερο.
26.Και ο μοναχός δεν ήξερε αν ήταν ένας μοναχός που φανταζόταν ότι κάποτε ήταν ο Μαχαμπράχμα ή ο Μαχαμπράχμα που έκανε ότι ήταν ένας μοναχός. Κι έτσι η Φώτισή του τελειοποιήθηκε.
*Περί του οφθαλμού του Ώρου.
**Απόσπασμα από το φανταστικό βιβλίο του Μέγιστου Robert Anton Wilson,
"Οι Μάσκες των Πεφωτισμένων".
Εκδόσεις Λιβάνη.
28.12.07
Λούνα Παρκ
Μέχρι σήμερα, έχει μείνει ανεξίτηλα γραμμένη στην μνήμη μου μια ιστορία από την πρώτη φορά που πήγα στο Λούνα Παρκ (έκτοτε έχω πάει μετρημένες φορές στην ζωή μου).
Θυμάμαι ήταν Χριστούγεννα και είχα βρεθεί με τον τότε κολλητό και συμμαθητή μου σε ένα Λούνα Παρκ κοντά στη γειτονιά μας. Το τόλμημα ήταν μεγάλο, αν σκεφτεί κανείς πως τότε ήμασταν δυο παιδιά μόλις δώδεκα ετών. Είχαμε βρεθεί σε ένα χώρο που τέτοιες μέρες ήταν κατακλυσμένος από οικογένειες και ζευγαράκια. Στα μάτια δυο παιδιών που κυκλοφορούσαν μόνα τους σε ένα τέτοιο μέρος και φυσικά χωρίς την συνδρομή των δικών τους, όλα όσα βλέπαμε και παρατηρούσαμε φάνταζαν τουλάχιστον παραμυθένια. Ένας χώρος γεμάτος από εκτυφλωτικά φώτα, παραμυθένια παιχνίδια, παράξενα γλυκίσματα και τεράστια μηχανήματα που σε σύγκριση με το γενικότερο γκρίζο της πόλης, έδιναν την εντύπωση στα παιδικά μάτια μας πως βρισκόμασταν σε μια αστική όαση κρυμμένη από τα μάτια των μεγάλων. Αλώνιζα, με λαχτάρα τον χώρο του πάρκου με τον κολλητό μου και θυμάμαι την αδάμαστη χαρά μας σε όλο αυτό που μας συνέβαινε. Σαν δυο νεανικά κατσικάκια χοροπηδούσαμε από την χαρά και τον ενθουσιασμό μας σαν δοκιμάζαμε κάτι καινούργιο. Πασχίζαμε να δαμάσουμε τον Ταύρο και ιδρωμένοι από την προσπάθεια γελάγαμε ηττημένοι στο τέλος καθώς το ζώο στεκόταν από πάνω μας αγέρωχα αμίλητο. Κοιτούσαμε τα κοριτσόπουλα να χορεύουν μετέωρα στο φουστάνι μιας γιγάντιας μπαλαρίνας και σκεφτόμασταν πως πολύ θα θέλαμε μια μέρα να έχουμε μια κοπέλα που θα χορεύει έτσι αέρινα στην αγκαλιά μας. Ανεβαίναμε στον Τροχό και κοιτούσαμε μαγεμένοι κάτω από τα πόδια μας την πόλη να σαλεύει με όλα αυτά τα αυτοκίνητα και τα φώτα που έφτιαχναν φωτεινά φιδάκια. Μπαίναμε στα αυτοκινητάκια, και μιμούμασταν με περίσσιο ζήλο τους ενήλικες καθώς οδηγούσαμε, μα πάνω απ'όλα κοιτάζαμε το πως θα καταφέρουμε να τρακάρουμε τον διπλανό μας και έπειτα πως θα γελάσουμε για κάτι που μόνο νεύρα θα έφερνε στους μεγάλους αν συνέβαινε στην πραγματικότητα. Θυμάμαι, τις όμορφες πωλήτριες που μας κοιτούσαν καθώς παραγγέλναμε μαλλί της γριάς και μας έλεγαν το πόσο ταιριαστά αδελφάκια είμαστε. Φυσικά, ο Δημήτρης αδελφός μου δεν ήταν. Τουλάχιστον, εξ'αίματος. Υπήρξε ο καλύτερος μου φίλος όμως και ως δια μαγείας ομολογώ πως μοιάζαμε πολύ. Ξανθομπάμπουρες, ψηλά παιδιά και οι δυο για την ηλικία μας τότε, σκελετούληδες με ένα τεράστιο μόνιμο χαμόγελο στο στόμα κυκλοφορούσαμε με τέτοια χαρά και ανεμελιά που μοιάζαμε σαν τα πιο ελεύθερα πουλιά της γης.
Τον θυμάμαι για μια στιγμή να με τραβά από το μπράτσο και να με σέρνει σε ένα κιόσκι απέναντι από το μεγάλο πειρατικό καράβι.
"Εκεί θα πάμε", μου είπε με έξαψη και ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση από μέρους μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη βρεθήκαμε μπροστά σε έναν κύριο ο οποίος στεκόταν πίσω από έναν πάγκο και μας δέχτηκε με χαμόγελο. Κοίταξα για μια στιγμή από πίσω του και τον είδα περιστοιχισμένο από δεκάδες δερμάτινες καρδούλες σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Όλες είχαν και κάτι χαραγμένο πάνω τους σε ένδειξη παντοτινής πίστης.
"Κ+Α=L.F.E.", έγραφε μια καφετιά μικρή καρδούλα που ήταν κρεμασμένη από ένα μικρό μπρελόκ.
"Θρύλε, Θεέ μου, Ολυμπιακέ μου", έγραφε μια άλλη κόκκινη καρδιά που είχε ίδιο μέγεθος με ρολόι τοίχου.
"Δεν θέλω συμβουλές, μαλακίες κάνω και μόνος μου", έγραφε μια τρίτη καφέ καρδιά που έμοιαζε σαν να είχε μαραζώσει από την αλήθεια που έφερνε μέσα της.
Το ονειροπόλημα μου σταμάτησε απότομα όταν ο κύριος έβαλε μπροστά μας δυο μικρά χαρτάκια μαζί με δυο στιλούς λέγοντας μας,
"Άντε παλικαράκια, γράψτε ότι θέλετε να έχετε πάντα μαζί σας και σε πέντε λεπτά θα το έχω χαράξει σε μια καρδιά που θα είναι για πάντα στα κλειδιά σας", όλη αυτή η προτροπή είχε έναν γητευτικό χαρακτήρα που στα μάτια δυο δωδεκάχρονων δεν μπορούσε να αρνηθεί.
Ο Δημήτρης στα δεξιά μου, χωρίς δεύτερη σκέψη ρίχτηκε στο χαρτί με τέτοια σιγουριά και πάθος που σου έδινε την εντύπωση πως αυτό που έγραφε ήταν ριζωμένο μέσα του από πάντα, λες και περίμενε αυτή την ευκαιρία για να εξωτερικευτεί επιτέλους. Τον έβλεπα να σκαλίζει γράμματα και λέξεις που ήταν σαν να έβγαιναν αυτόματα από τα χέρια του.
"Εσύ πιτσιρίκο, δεν έχεις κάτι κατά νου να σου φτιάξω;", μου αποκρίθηκε ο κύριος βλέποντας με προς στιγμήν να στέκομαι άπραγος δίπλα στο φίλο μου.
"Αν θες κοίταξε και πάρε καμιά ιδέα από όλα αυτά που έχω ήδη φτιάξει", μου είπε καθώς με έκδηλη περηφάνια μου παρουσίαζε με το χέρι του δυο ντουζίνες από καρδιές που ήταν κρεμασμένες κατά μήκους και πλάτους στο κιόσκι.
Έστρεψα τα μάτια πάνω από το μικρό χαρτάκι και πήρα τον στιλό άβολα στα χέρια μου. Άρχισα να γράφω δειλά χωρίς δεύτερη σκέψη και με επιφυλακτικότητα του έδωσα το χαρτάκι. Ο Δημήτρης είχε ήδη δώσει το δικό του και πηδούσε σαν σούστα από την αδημονία να φορέσει επιτέλους την καρδιά της επιλογής του στα κλειδιά του. Μόλις πήρε ο κύριος το δικό μου χαρτάκι, κόλλησε για μια στιγμή και μου έριξε μια πιο προσεχτική ματιά.
"Τι είναι αυτό;", με ρώτησε με έκδηλη έκπληξη στο πρόσωπο του. Σίγουρα, δεν του είχε ξανασυμβεί ένας δωδεκάχρονος να του κάνει μια τέτοια παραγγελιά για ένα τέτοιο είδος δώρου.
"Ένας στίχος", απάντησα με τέτοια αφοπλιστική απλότητα που πλέον δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για το πόσο έκπληκτος είχε μείνει εξαρχής ο συγκεκριμένος κύριος.
"Καλά, και θες να κυκλοφορείς με κάτι τέτοιο στα κλειδιά σου;", ρώτησε με πηγαία παιδικότητα και αθωότητα στο πρόσωπο του που για μια στιγμή εύκολα κανείς θα μπορούσε να πει πως ο δωδεκάχρονος ήταν αυτός και όχι εγώ στο βλέμμα ενός τρίτου.
"Μα είναι αλήθεια", αποκρίθηκα στον κύριο και όλο αυτό σαν δήλωση ήταν τόσο άμεση και απόλυτη που μην δίνοντας του παραπάνω διάθεση για κουβέντα και σκέψη, τον έκανε να γυρίσει την πλάτη και να αρχίζει μηχανικά να σκαλίζει αυτό που είχα γράψει χωρίς ίχνος ενδοιασμού.
"Τι έκανες πάλι;", σύρισε μέσα από τα δόντια του ο Δημήτρης κάνοντας τον να μοιάζει με φίδι που ήθελε να μου χιμήξει από την υπερβολική ανυπομονησία. Σαν γέρος φακίρης, τον κοίταξα παγερά αδιάφορα απευθείας στα μάτια και περίμενα να παίξει η φλογέρα αυτό που πρόσταζε η θέληση μου ενάντια στην όρεξη της οποιαδήποτε κόμπρας που θα τολμούσε να σταθεί ενάντια μου.
Έπειτα όμως από μια στιγμή, το σύννεφο που στάθηκε ανάμεσα μας εξαφανίστηκε καθώς τα μπρελόκ βρίσκονταν έτοιμα στα χέρια μας. Πληρώσαμε αμέσως και φύγαμε τρέχοντας για να χαρούμε με την ησυχία τα κλειδιά μας και αφήνοντας τον κύριο να μας ακολουθεί με το σοβαρό βλέμμα του ενώ βγαίναμε περιχαρής από το Λούνα Παρκ.
Όταν φτάσαμε τρέχοντας κάτω από το σπίτι μου (αυτό από μόνο του πάντοτε σηματοδοτούσε και την λήξη της βόλτας μας αργά το απόγευμα), ο Δημήτρης μου έβαλε στο πρόσωπο τα κλειδιά του και άρχισε να τα κουνά πέρα δώθε χαρούμενα ρωτώντας με φωναχτά,
"Δεν είναι πολύ ωραία; Σ'αρέσουν; Έ, πες μου. Δεν είναι πιο όμορφα τώρα τα κλειδιά μου;", ενώ ένα πολύχρωμο ζωγραφιστό χαμόγελο στεκόταν ακλόνητο προς επιβεβαίωση.
Πήρα στα χέρια μου τα κλειδιά του και με σεβασμό κοίταξα την καρδούλα που τα πλαισίωνε.
"Δ+Μ=Σ'αγαπώ πολύ!", διαβάζοντας το, χαμογέλασα και μια έκρηξη χαράς μας απογείωσε και τους δυο μας αφού ξέραμε πως το αρχικό γράμμα "Μ", είχε να κάνει με τον επίμονο και σφοδρό έρωτα του φίλου μου για μια συμμαθήτρια μας.
"Θα το φοράω συνέχεια και μόλις γυρίσουμε στο σχολείο από τις διακοπές θα της το δώσω!", μου είπε σκανδαλιάρικα΄και άρχισε να χαχανίζει από την νευρικότητα που του προκάλεσε και μόνον η σκέψη μιας τέτοιας παράτολμης πράξης που σκαρφίστηκε.
"Δείξε μου και το δικό σου! Έλα, σειρά σου τώρα...", ευθύς πρόσταξε και περίμενε αδημονώντας. Έβγαλα δισταχτικά την καρδιά από την τσέπη μου και άνοιξα την παλάμη μου κάνοντας να σκύψει για να διαβάσει αυτό που ήταν μέσα στο χέρι μου. Έσκυψε ακόμα πιο κοντά στην ανοιχτή μου παλάμη καθώς διάβαζε,
"Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη"* φώναξε με τέτοια δύναμη που πρέπει να τον άκουσε όλη η γειτονιά!
"Ουάουυ, γαμώ! Τι είναι αυτό ρε;"
"Η Αλήθεια", του είπα χαμογελώντας και βάζοντας απαλά στην τσέπη το μπρελόκ μου, γύρισα να ανέβω στο σπίτι μου.
Μετά από δέκα μέρες είχαμε γυρίσει στο σχολείο.
Ο Δημήτρης, τόλμησε και χάρισε στην Μαρία την καρδιά που είχαμε αγοράσει παρέα από το Λούνα Παρκ.
Εγώ ακόμη την έχω να φιγουράρει στα κλειδιά του σπιτιού μου, θυμίζοντας μου έτσι, εκείνη την ξεχωριστή βραδιά της παιδικής μου ηλικίας...
*Βασίλης Παπακωνσταντίνου
27.12.07
Νυξ
Κανείς δεν είχε δει την ζοφερή νύχτα που σιγόκαιγε κάτω από τα κόκκαλα μας.
Κανείς μας δεν είχε μυριστεί την φωτιά που θα ξέσπαγε μέσα από τα αποκαΐδια πλαστών βίων.
Ουδείς είχε μαντέψει τον θάνατο που θα σκέπαζε κάθε τι ζωντανό κάτω από την κρύα αντάρα του.
"Κοντολογίς στο αδιαίρετο μηδέν,
θα λάμψεις μέσα από την απώλεια όλων των επίπλαστων κεκτημένων σου. "
Δάκρυα λάβας θα σκάψουν το πρόσωπο σου και τα γιορτινά λαμπιόνια θα φαντάζουν αναμνήσεις ενός μακρινού ξεχασμένου ονείρου.
Τίποτα δεν θα είναι ξανά το ίδιο σε αυτό που έλεγες πραγματικότητα.
Κι αν είναι κάτι που θα μείνει αθάνατο και άφθαρτο,
αυτό θα μου το πουν τα μάτια σου.
25.12.07
Τραπέζι για δύο
Στρώθηκε εορταστικό δείπνο.
Με την πρέπουσα επισημότητα, αστραφτερά σερβίτσια, αχνοφώτιστα κεριά και κάθε λογής πεντανόστιμα φαγητά εμφανίστηκαν σε τούτο το πλουσιοπάροχο τραπέζι απόψε.
Επιστρατεύσαμε όλους τους καλούς τρόπους συμπεριφοράς που μας διακρίνουν και φορέσαμε τα πιο φωτεινά μας χαμόγελα κάτω από τις μάσκες του γιορτινού Καρνάβαλου.
Με ψήγματα στείρας αγάπης και αγαθότητας ανοίξαμε τα καννιβαλιστικά μας δώρα και περιμέναμε να κατασπαράξουμε ο ένας το κέφι του άλλου μαζί με όλα φυσικά τα άλλα εδέσματα που είχαμε στη διάθεση μας.
Στο τέλος, μείναμε οι δυο μας.
Μονάχοι.
Να αντικρίζει ο ένας τα πύρινα μάτια του άλλου μέσα στο σκοτάδι,
νομίζοντας πως λάβα θα ξεχυθεί από το πύρινο έσοπτρο του.
Να μυρίζουμε ανήσυχα στον ξηρό αέρα το υγρό αίμα,
που ποτίζει απ'άκρη σ'άκρη τούτο το ζοφερό δώμα.
Οι δυο μας λοιπόν.
Ολομόναχοι.
Εκεί που η σιωπή ακούγεται κούφια μέσα μας.
Με τον αντίλαλο της να στάζει στις καρδιές μας σαν σταγόνα σε πάτο βαρελιού.
Αυστηρά οι δυο μας.
Σε απόσταση αναπνοής,
δειλά δειλά,
δοκιμάζουμε ασθενικά κομμάτια της ζωής του ενός από του άλλου.
Κι έτσι ξεχνιόμαστε για μια στιγμή για το Ψέμα που επιλέξαμε.
Για την ζωή που μας έλαχε.
Για τον θάνατο που μας έταξαν.
Ο ένας απέναντι από τον άλλον.
Τόσο κοντά,
τόσο μακριά.
Ένα άγγιγμα κοντά,
μια λέξη μακριά.
"Στις δυό πλευρές του φαρραγιού,
χάσκει το γεννοβόλημα της Αβύσσου."
12.12.07
Reality Bites
Legend became myth
and some things,
that should not have been forgotten,
were lost."*