30.3.11

Duets box

Είναι κάτι πολύ δικό μου, κάτι σαν σκοτεινός ήλιος μέσα μου που με κάνει να λειτουργώ στον αυτόματο και να αντιλαμβάνομαι την ζωή μου ως κάτι το θαυμαστό. Η απόλυτη χαρά του να είσαι ο Εαυτός σου χωρίς περιτροπές και μυθεύματα. Είναι πλευρό βγαλμένο από το πλευρό μου, αναπνοή για την αναπνοή μου, ράγισμα μιας φλέβας αγάπης. Κι ότι ραγίζει δεν κολλά ποτέ στη θέση του. Βρίσκεται πάντα αυτή η γραμμή να σου θυμίζει με την παρουσία της πως υπήρξε μια στιγμή που κάτι την χώρισε στα δύο. Ένας μελωμένος πόνος που με πικροχολιάζει κι αφήνει την γλύκα της αθάνατης ελπίδας να χορεύει στον ουρανίσκο μου.
Όλο αυτό το ξεφωνητό που με κάνει να θέλω να βγάλω τα άντερα μου και να τα οιωνοσκοπίσω προς χάριν των αβέβαιων μελλούμενων. Αυτό το τέρμα της διαδρομής που δεν έχω ιδέα στο που θα με ξεβράσει. Τούτο, το μαγικό τέλος που δεν ξέρεις που μπορεί να σε συναντήσει και τι θα έχεις να του πεις εκείνη τη μεγίστη Ώρα. Ακόμη θυμάμαι τις παλιές μέρες όμως. Τότε που ξεψάχνιζα το ψέμα μου και περιέφερα ασκόπως, το άλλοτε περήφανο τομάρι μου στα πανηγύρια της χαράς. Τις άτακτες φυγές μου, σε σκοτεινά σοκάκια γεμάτα από καπνισμένες φωνές ενώ υγρά τσιγάρα ψυχορραγούσαν σε ορφανά τασάκια μιας παρφουμαρισμένης επικοινωνίας. Ακούγονται ακόμη στα αυτιά μου χάχανα καθώς βγάζω την γλώσσα και γλύφω με λαιμαργία τον αλμυρό ιδρώτα που έχει ποτίσει του τοίχους των σπλάχνων μου.
Με περιμένω στο τέλος του δρόμου και μου βάζω τρικλοποδιές και έπειτα γελάω με τον ξεπεσμό μου. Είμαι πάντα εκεί, πάντα όρθιος μετά από κάθε αστεία μου τούμπα. Κι ας με σαμποτάρω πολλές φορές στα παιχνίδια του μυαλού και της καρδιάς. Σε μια πινέζα του χάρτη, ξέρω πως κάπου εκεί είσαι και με περιμένεις να σε ανακαλύψω. Λυγάς από ηδονή όταν πατώ την ήπειρο σου και αργά ή γρήγορα κάπου, κάπως, κάποτε θα είσαι εσύ για μένα ότι είμαι εγώ για σένα. Γη και πατρίδα που θα μας κάνει να πετάξουμε τις ταυτότητες μας και θα αναιρέσουμε διαπαντός τα σύνορα του έρωτα.
Σαλπάρω με την κάρτα του Τρελού στην τσέπη και η μεγάλη βόλτα θα με πάει στα πέρα μέρη μιας ανόητης ζωής. Σε ένα δρόμο με Καρδιά. Ανεβαίνω στο ρετιρέ της σκέψης και μένω για λίγο εκεί ψηλά χαζεύοντας την βραδινή ζωή της πόλης που πάλλεται από ανείπωτα αμαρτήματα και βάσανα ώσπου να έρθει η στιγμή που θα μου γεννηθεί η ανίκητη επιθυμία να βουτήξω μέσα στη θάλασσα του πλήθους και να μπερδέψω την ιστορία μου με τα γνωμικά των αγνώστων.
Έτσι δένει το ατσάλι.
Έτσι πυρώνει η καρδιά.
Οι λεύτεροι καιροί είναι που παθιάζουν.
Οι άνυδρες ζωές είναι που πανιάζουν.

Δεν τρώγομαι με τίποτα.