Μέσα στο σκοτεινό τίποτα φασματικά απρόσωπα προσωπεία με χαιρετούν στη είσοδο. Δεν ξέρω τι να κάνω τα χέρια μου και τα αφήνω κρεμασμένα στον τοίχο σαν ξεχαρβαλωμένη μαριονέτα. Με ρώτα μια αιματοβαμμένη κοπέλα αν έχω να αφήσω τίποτα στην γκαρνταρόμπα. Κοιτάζω πάνω μου και μετά χαράς της δίνω να φυλάξει για μερικές ώρες το κεφάλι μου. Κάνω μεταβολή προς το ηχείο. Στέκομαι ακέφαλος κάτω από ένα τεράστιο ηχείο και αφήνω ότι τρύπιο υπάρχει μέσα μου να το μπαλώσει η μουσική έστω για λίγο.
Διψάω ή τουλάχιστον έτσι νομίζω.
Όχι, όχι...σίγουρα διψάω. Θέλω κάτι να πιω επειγόντως. Οτιδήποτε.
Φτάνει να δροσίσω την φωτιά που καίει μέσα μου.
Ένα ποτήρι προσπερνά τα μάτια μου και μια φωνή μου ψιθυρίζει στο αυτί
"Πιες από το δικό μου ποτήρι, είναι Πυρωμένο νερό. Με αυτό θα βάλεις πυρκαγιά στην νύχτα κι όταν καείς από άκρη σε άκρη μαζί της, θα ελευθερώσω τις στάχτες σου στις τέσσερις γωνιές του ανέμου και θα φωνάξω δυνατά το όνομα σου για να χαθεί κι αυτό για πάντα"
Με κοιτά με κείνο το υπέροχα πρόστυχο καυλωμένο ύφος που μόνο το άπειρο μπορεί να το μετριάσει στο ανθρώπινο μέτρο.
Παίρνω το ποτήρι και την καρφώνω στα μάτια.
"Το υπόσχεσαι;"
"Κάθε βράδυ", μου νιαουρίζει και τρίβεται πάνω μου σαν ναζιάρικο γατί.
"Αυτό μου φτάνει", φτύνει το στόμα μου και πίνω μονομιάς όλο το Πυρωμένο νερό. Μια καυτή λαίλαπα ξέσπασε στα σωθικά μου και με έκανε να αφήσω έναν δαχτυλίδι καπνού από τα ρουθούνια σαν θυμωμένος δράκος.
"Διψάς κι άλλο;", ακούμπησε στα χείλη της το ποτήρι και για μια στιγμή θα ορκιζόμουν πως είδα το γυαλί να λιώνει στο άγγιγμα της!
Με μια αργή κίνηση έφερα το δάχτυλο μου στα χείλη της θέλοντας να δω αν θα καώ κι εγώ. Στο άγγιγμα των χειλιών της το δάχτυλο μου ένιωσε ένα μούδιασμα από το κρύο και το ένιωσα να μουδιάζει όλο και πιο πολύ λες και το είχα βουτήξει σε σακούλα με πάγο.
"Όχι όσο εσύ", της είπα το ίδιο παγερά και πήγα προς το μπαρ.
Πίσω από το μπαρ στεκόταν ένας τεράστιος τύπος όμοιος με γίγαντα στο παράστημα. Ξυρισμένο κρανίο, ξανθωπό μυτερό μούσι μέχρι το στέρνο κι ένα μαύρο αμάνικο μπλουζάκι φιγουράριζε δύο τεράστια μπράτσα τίγκα στα tattoos. Θύμαμαι να προσέχω συγκεκριμένα ένα κοντά στον δεξιό καρπό που έγραφε σε στυλ βραχιολιού <+Dog is God+>. Ο μπάρμαν στεκόταν ακίνητος σαν σφίγγα με τα χέρια ακουμπησμένα στον πάγκο όταν η φωνή του, που ήταν πιο συμπαγής από την δυνατή μουσική, διέκοψε βίαια τους συλλογισμούς μου.
"Τι να βάλω;", άχρωμη φωνή που άνετα θα μπορούσες να σκεφτείς πως δεν ανήκει σε άνθρωπο αλλά σε ρομπότ.
"Ένα Πυρωμένο νερό"
"Δεν παίζει σε κανένα μαγαζί τέτοιο ποτό φίλε. Άλλο;", μου είπε με ύφος που δεν σήκωνε κουβέντα. Πόσο μάλλον αντίρρηση. Έστρεψα όλη την ενέργεια μου προς τον μπάρμαν και τον κοίταξα κατάματα.
"Βάλε μου τότε ότι πίνει ο Θεός", του είπα με σοβαρό τόνο και με τέτοιο ύφος που δεν χώραγε χιούμορ. Ο μπάρμαν για μια στιγμή γούρλωσε τα μάτια του σαστισμένος και έπειτα ξαναβρίσκοντας τον αυτοέλεγχο του μου αποκρίθηκε με αδιάφορο στυλ.
"Sorry φίλε αλλά δεν τον έχω σερβίρει ποτέ για να ξέρω τι πίνει", μου γάβγισε κατάμουτρα και άφησε ένα σαρδόνιο χαμόγελο να φανεί στο πρόσωπο του.
"Για αυτό δεν ξέρεις τότε το Πυρωμένο νερό φίλτατε", του είπα χαμογελαστά ενώ τον έβλεπα να κοκκινίζει από θυμό καθώς του γυρνούσα την πλάτη πηγαίνοντας να αράξω κάτω από ένα ηχείο σε μια σκοτεινή γωνιά με ένα Jin & Tonic στο χέρι.
Το ηχείο ξερνάει από Stone Roses το "I wanna be Adored" ενώ εγώ την ίδια στιγμή μουρμουρίζω από Τρύπες...
"Απόψε βλέπω καθαρά
τους γρίφους και τις λύσεις
στάθηκαν πλάι μου υπάκουα σκυλιά
όλες οι απαντήσεις"
Ένας χάχας τυπάκος κάθεται παραδίπλα με μια trendy γκομενίτσα με γυαλάκια. Ακούγοντας το ρεφρέν από το "Όλες οι Απαντήσεις", γυρνά και με κοιτά επίμονα. Προς το μέρος μου κοιτάζει και η τύπισσα που μέχρι εκείνη την στιγμή το μοναδικό της μέλημα ήταν να ταλαιπωρήσει όσο πιο επίμονα μπορούσε μια τσίχλα που είχε φυλακίσει στο στόμα της.
"Δεν παίζει να βάλει Τρύπες φίλε", μου λέει εν μέσω χαχανητών και με ένα υφάκι στο πρόσωπο που μου θύμιζε πεινασμένη ύαινα.
"Στ'αρχίδια μου", ακούω το στόμα μου να λέει καθώς δεν κοιτώ αυτόν αλλά την γκομενίτσα η οποία αυτομάτως έχει σταματήσει να μασουλά εκείνη την γαμωτσίχλα και με κοιτά μέσα από τα γυαλάκια της με απορία. Ταυτοχρόνως και κατά διαβολική σύμπτωση(;) ακούγεται από τα ηχεία το "Δεν χωράς πουθενά" από Τρύπες και σηκώνομαι όρθιος να χορέψω. Ο τυπάκος αρπάζει την δικιά του από το χέρι και φεύγει από κοντά μου.
"Αν δε χωράς μέσα σε μια άθλια πατρίδα
Αν δε σου φτάνει μια ελπίδα τυφλή
Αν δε χώρας μέσα σε μια ονειροπαγίδα
Αν δε χώρας σε μια αγκαλιά φυλακή"
"Τότε τι Θαύμα", τραγουδώ και χορεύω σαν εκστασιασμένος δερβίσης.
"Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα, τι κρίμα, τι κρίμα
δεν χώρας πουθενά πουθενά πουθενά"
"Στ'αρχίδια μου...", ξαναλέω αυτή την φορά από μέσα μου. Ανοίγοντας τα μάτια βλέπω αυτήν την τύπισσα να κάθεται στο μπαρ και να με κοιτά με κείνη τη σπίθα στο βλέμμα, ίδια με αυτή του κυνηγού που στιγμιαία ερωτεύεται την ελευθερία του θηράματος και αναγκαστικά αποφασίζει να το σκοτώσει για να το κάνει για πάντα δικό του. Κατευθύνομαι προς το μέρος της και πριν προλάβω να της μιλήσω μου έχει προτείνει το ποτήρι της.
"Που το βρήκες εσύ αυτό; Ο μπάρμαν μου είπε ότι δεν παίζει τέτοιο ποτό πουθενά στον κόσμο", της είπα με φανερή έκπληξη και παράπονο. Μου έσκασε ένα συγκαταβατικό χαμόγελο και είπε με καθησυχαστικό τόνο,
"Δεν ξέρουν από ποτά αυτοί. Είναι πολύ καλύτεροι για σωματοφύλακες. Σε φτιάχνουν οι Τρύπες;", μου είπε με διερευνητικό τρόπο που περισσότερο έμοιαζε με κατηγορηματική δήλωση παρά με ερώτηση.
"Είναι μεγάλη ιστορία...όλοι μπαλωμένοι δεν κυκλοφορούμε άλλωστε;", είπα με απρόθυμο ύφος για περαιτέρω ανάλυση και συνέχισα αλλάζοντας την κουβέντα,
"Ξέρεις πιο τραγούδι τους θα σου αφιέρωνα χωρίς δεύτερη σκέψη και είμαι σίγουρος πως σου πάει;"
"ΜΑΣ πάει θέλεις να πεις", με διορθώνει με νόημα.
"Έστω. Πιθανόν, μοιάζουμε πολύ περισσότερο από ότι νόμιζα εξαρχής", και συνέχισα χωρίς να την αφήσω να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει μαζί μου,
"Θα σου αφιέρωνα το "Βραδινή Πλάνη", φυσικά, από Τρύπες", της είπα χαμογελαστά και έκανα να φύγω.
"Που πας;", ένιωσα το χέρι της παγωμένο να βρίσκει κράτημα πάνω στην ζέση του κορμιού μου και να μένει εκεί γαντζωμένο.
"Θα περάσω από την γκαρνταρόμπα να πάρω το κεφάλι μου και μετά λέω να πάω σπίτι", της είπα με ένα αδιάφορο στυλ αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι καθώς αντικρουόμενα συναισθήματα πάλευαν λυσσασμένα μέσα μου.
"Να έρθω μαζί σου;", λες και έφτασε η πρόταση με καθυστέρηση στα αυτιά μου ενώ ένιωθα το κορμί μου να δονείται από τη δύναμη της ενέργειας που κυοφορούσε τούτη η παράκληση. Έσφιξα ανάμεσα στα δόντια μου το Πάθος και της είπα με μετάνοια.
"Όχι απόψε".
Το πρωί με βρήκε να γράφω με σπρέι έξω από το μπαρ τους παρακάτω στίχους:
"Αδέσποτες χορεύουν οι ζωές μας
ξηλώνουν και τους επτά ουρανούς
κι οι πρόστυχες, φοβισμένες ματιές μας
σφηνώνουν σ' άδειους καιρούς
Υγραίνοντας τη βραδινή μας πλάνη
ΜΟΝΟΙ γλυκοφιλάμε το σκοτάδι
Aνέραστες σβήνουν οι ηδονές μας
μαυρίζουν διψασμένα κορμιά
κι οι ψεύτικες, τρομαγμένες φωνές μας
γκρεμίζουν τείχη φανταστικά
Υγραίνοντας τη βραδινή μας πλάνη
ΜΟΝΟΙ γλυκοφιλάμε το σκοτάδι
Όταν ο χώρος με κυκλώνει σαν πνεύμα
με καθηλώνει η αλήθεια που σπρώχνω
καθώς αγγίζω το πιο όμορφο ψέμα
ΤΕΛΕΙΩΝΩ."