28.12.07

Λούνα Παρκ


Μέχρι σήμερα, έχει μείνει ανεξίτηλα γραμμένη στην μνήμη μου μια ιστορία από την πρώτη φορά που πήγα στο Λούνα Παρκ (έκτοτε έχω πάει μετρημένες φορές στην ζωή μου).
Θυμάμαι ήταν Χριστούγεννα και είχα βρεθεί με τον τότε κολλητό και συμμαθητή μου σε ένα Λούνα Παρκ κοντά στη γειτονιά μας. Το τόλμημα ήταν μεγάλο, αν σκεφτεί κανείς πως τότε ήμασταν δυο παιδιά μόλις δώδεκα ετών. Είχαμε βρεθεί σε ένα χώρο που τέτοιες μέρες ήταν κατακλυσμένος από οικογένειες και ζευγαράκια. Στα μάτια δυο παιδιών που κυκλοφορούσαν μόνα τους σε ένα τέτοιο μέρος και φυσικά χωρίς την συνδρομή των δικών τους, όλα όσα βλέπαμε και παρατηρούσαμε φάνταζαν τουλάχιστον παραμυθένια. Ένας χώρος γεμάτος από εκτυφλωτικά φώτα, παραμυθένια παιχνίδια, παράξενα γλυκίσματα και τεράστια μηχανήματα που σε σύγκριση με το γενικότερο γκρίζο της πόλης, έδιναν την εντύπωση στα παιδικά μάτια μας πως βρισκόμασταν σε μια αστική όαση κρυμμένη από τα μάτια των μεγάλων. Αλώνιζα, με λαχτάρα τον χώρο του πάρκου με τον κολλητό μου και θυμάμαι την αδάμαστη χαρά μας σε όλο αυτό που μας συνέβαινε. Σαν δυο νεανικά κατσικάκια χοροπηδούσαμε από την χαρά και τον ενθουσιασμό μας σαν δοκιμάζαμε κάτι καινούργιο. Πασχίζαμε να δαμάσουμε τον Ταύρο και ιδρωμένοι από την προσπάθεια γελάγαμε ηττημένοι στο τέλος καθώς το ζώο στεκόταν από πάνω μας αγέρωχα αμίλητο. Κοιτούσαμε τα κοριτσόπουλα να χορεύουν μετέωρα στο φουστάνι μιας γιγάντιας μπαλαρίνας και σκεφτόμασταν πως πολύ θα θέλαμε μια μέρα να έχουμε μια κοπέλα που θα χορεύει έτσι αέρινα στην αγκαλιά μας. Ανεβαίναμε στον Τροχό και κοιτούσαμε μαγεμένοι κάτω από τα πόδια μας την πόλη να σαλεύει με όλα αυτά τα αυτοκίνητα και τα φώτα που έφτιαχναν φωτεινά φιδάκια. Μπαίναμε στα αυτοκινητάκια, και μιμούμασταν με περίσσιο ζήλο τους ενήλικες καθώς οδηγούσαμε, μα πάνω απ'όλα κοιτάζαμε το πως θα καταφέρουμε να τρακάρουμε τον διπλανό μας και έπειτα πως θα γελάσουμε για κάτι που μόνο νεύρα θα έφερνε στους μεγάλους αν συνέβαινε στην πραγματικότητα. Θυμάμαι, τις όμορφες πωλήτριες που μας κοιτούσαν καθώς παραγγέλναμε μαλλί της γριάς και μας έλεγαν το πόσο ταιριαστά αδελφάκια είμαστε. Φυσικά, ο Δημήτρης αδελφός μου δεν ήταν. Τουλάχιστον, εξ'αίματος. Υπήρξε ο καλύτερος μου φίλος όμως και ως δια μαγείας ομολογώ πως μοιάζαμε πολύ. Ξανθομπάμπουρες, ψηλά παιδιά και οι δυο για την ηλικία μας τότε, σκελετούληδες με ένα τεράστιο μόνιμο χαμόγελο στο στόμα κυκλοφορούσαμε με τέτοια χαρά και ανεμελιά που μοιάζαμε σαν τα πιο ελεύθερα πουλιά της γης.

Τον θυμάμαι για μια στιγμή να με τραβά από το μπράτσο και να με σέρνει σε ένα κιόσκι απέναντι από το μεγάλο πειρατικό καράβι.
"Εκεί θα πάμε", μου είπε με έξαψη και ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση από μέρους μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη βρεθήκαμε μπροστά σε έναν κύριο ο οποίος στεκόταν πίσω από έναν πάγκο και μας δέχτηκε με χαμόγελο. Κοίταξα για μια στιγμή από πίσω του και τον είδα περιστοιχισμένο από δεκάδες δερμάτινες καρδούλες σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Όλες είχαν και κάτι χαραγμένο πάνω τους σε ένδειξη παντοτινής πίστης.
"Κ+Α=L.F.E.", έγραφε μια καφετιά μικρή καρδούλα που ήταν κρεμασμένη από ένα μικρό μπρελόκ.
"Θρύλε, Θεέ μου, Ολυμπιακέ μου", έγραφε μια άλλη κόκκινη καρδιά που είχε ίδιο μέγεθος με ρολόι τοίχου.
"Δεν θέλω συμβουλές, μαλακίες κάνω και μόνος μου", έγραφε μια τρίτη καφέ καρδιά που έμοιαζε σαν να είχε μαραζώσει από την αλήθεια που έφερνε μέσα της.
Το ονειροπόλημα μου σταμάτησε απότομα όταν ο κύριος έβαλε μπροστά μας δυο μικρά χαρτάκια μαζί με δυο στιλούς λέγοντας μας,
"Άντε παλικαράκια, γράψτε ότι θέλετε να έχετε πάντα μαζί σας και σε πέντε λεπτά θα το έχω χαράξει σε μια καρδιά που θα είναι για πάντα στα κλειδιά σας", όλη αυτή η προτροπή είχε έναν γητευτικό χαρακτήρα που στα μάτια δυο δωδεκάχρονων δεν μπορούσε να αρνηθεί.
Ο Δημήτρης στα δεξιά μου, χωρίς δεύτερη σκέψη ρίχτηκε στο χαρτί με τέτοια σιγουριά και πάθος που σου έδινε την εντύπωση πως αυτό που έγραφε ήταν ριζωμένο μέσα του από πάντα, λες και περίμενε αυτή την ευκαιρία για να εξωτερικευτεί επιτέλους. Τον έβλεπα να σκαλίζει γράμματα και λέξεις που ήταν σαν να έβγαιναν αυτόματα από τα χέρια του.
"Εσύ πιτσιρίκο, δεν έχεις κάτι κατά νου να σου φτιάξω;", μου αποκρίθηκε ο κύριος βλέποντας με προς στιγμήν να στέκομαι άπραγος δίπλα στο φίλο μου.
"Αν θες κοίταξε και πάρε καμιά ιδέα από όλα αυτά που έχω ήδη φτιάξει", μου είπε καθώς με έκδηλη περηφάνια μου παρουσίαζε με το χέρι του δυο ντουζίνες από καρδιές που ήταν κρεμασμένες κατά μήκους και πλάτους στο κιόσκι.
Έστρεψα τα μάτια πάνω από το μικρό χαρτάκι και πήρα τον στιλό άβολα στα χέρια μου. Άρχισα να γράφω δειλά χωρίς δεύτερη σκέψη και με επιφυλακτικότητα του έδωσα το χαρτάκι. Ο Δημήτρης είχε ήδη δώσει το δικό του και πηδούσε σαν σούστα από την αδημονία να φορέσει επιτέλους την καρδιά της επιλογής του στα κλειδιά του. Μόλις πήρε ο κύριος το δικό μου χαρτάκι, κόλλησε για μια στιγμή και μου έριξε μια πιο προσεχτική ματιά.
"Τι είναι αυτό;", με ρώτησε με έκδηλη έκπληξη στο πρόσωπο του. Σίγουρα, δεν του είχε ξανασυμβεί ένας δωδεκάχρονος να του κάνει μια τέτοια παραγγελιά για ένα τέτοιο είδος δώρου.
"Ένας στίχος", απάντησα με τέτοια αφοπλιστική απλότητα που πλέον δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για το πόσο έκπληκτος είχε μείνει εξαρχής ο συγκεκριμένος κύριος.
"Καλά, και θες να κυκλοφορείς με κάτι τέτοιο στα κλειδιά σου;", ρώτησε με πηγαία παιδικότητα και αθωότητα στο πρόσωπο του που για μια στιγμή εύκολα κανείς θα μπορούσε να πει πως ο δωδεκάχρονος ήταν αυτός και όχι εγώ στο βλέμμα ενός τρίτου.
"Μα είναι αλήθεια", αποκρίθηκα στον κύριο και όλο αυτό σαν δήλωση ήταν τόσο άμεση και απόλυτη που μην δίνοντας του παραπάνω διάθεση για κουβέντα και σκέψη, τον έκανε να γυρίσει την πλάτη και να αρχίζει μηχανικά να σκαλίζει αυτό που είχα γράψει χωρίς ίχνος ενδοιασμού.
"Τι έκανες πάλι;", σύρισε μέσα από τα δόντια του ο Δημήτρης κάνοντας τον να μοιάζει με φίδι που ήθελε να μου χιμήξει από την υπερβολική ανυπομονησία. Σαν γέρος φακίρης, τον κοίταξα παγερά αδιάφορα απευθείας στα μάτια και περίμενα να παίξει η φλογέρα αυτό που πρόσταζε η θέληση μου ενάντια στην όρεξη της οποιαδήποτε κόμπρας που θα τολμούσε να σταθεί ενάντια μου.
Έπειτα όμως από μια στιγμή, το σύννεφο που στάθηκε ανάμεσα μας εξαφανίστηκε καθώς τα μπρελόκ βρίσκονταν έτοιμα στα χέρια μας. Πληρώσαμε αμέσως και φύγαμε τρέχοντας για να χαρούμε με την ησυχία τα κλειδιά μας και αφήνοντας τον κύριο να μας ακολουθεί με το σοβαρό βλέμμα του ενώ βγαίναμε περιχαρής από το Λούνα Παρκ.
Όταν φτάσαμε τρέχοντας κάτω από το σπίτι μου (αυτό από μόνο του πάντοτε σηματοδοτούσε και την λήξη της βόλτας μας αργά το απόγευμα), ο Δημήτρης μου έβαλε στο πρόσωπο τα κλειδιά του και άρχισε να τα κουνά πέρα δώθε χαρούμενα ρωτώντας με φωναχτά,
"Δεν είναι πολύ ωραία; Σ'αρέσουν; Έ, πες μου. Δεν είναι πιο όμορφα τώρα τα κλειδιά μου;", ενώ ένα πολύχρωμο ζωγραφιστό χαμόγελο στεκόταν ακλόνητο προς επιβεβαίωση.
Πήρα στα χέρια μου τα κλειδιά του και με σεβασμό κοίταξα την καρδούλα που τα πλαισίωνε.
"Δ+Μ=Σ'αγαπώ πολύ!", διαβάζοντας το, χαμογέλασα και μια έκρηξη χαράς μας απογείωσε και τους δυο μας αφού ξέραμε πως το αρχικό γράμμα "Μ", είχε να κάνει με τον επίμονο και σφοδρό έρωτα του φίλου μου για μια συμμαθήτρια μας.
"Θα το φοράω συνέχεια και μόλις γυρίσουμε στο σχολείο από τις διακοπές θα της το δώσω!", μου είπε σκανδαλιάρικα΄και άρχισε να χαχανίζει από την νευρικότητα που του προκάλεσε και μόνον η σκέψη μιας τέτοιας παράτολμης πράξης που σκαρφίστηκε.
"Δείξε μου και το δικό σου! Έλα, σειρά σου τώρα...", ευθύς πρόσταξε και περίμενε αδημονώντας. Έβγαλα δισταχτικά την καρδιά από την τσέπη μου και άνοιξα την παλάμη μου κάνοντας να σκύψει για να διαβάσει αυτό που ήταν μέσα στο χέρι μου. Έσκυψε ακόμα πιο κοντά στην ανοιχτή μου παλάμη καθώς διάβαζε,
"Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη"* φώναξε με τέτοια δύναμη που πρέπει να τον άκουσε όλη η γειτονιά!
"Ουάουυ, γαμώ! Τι είναι αυτό ρε;"
"Η Αλήθεια", του είπα χαμογελώντας και βάζοντας απαλά στην τσέπη το μπρελόκ μου, γύρισα να ανέβω στο σπίτι μου.

Μετά από δέκα μέρες είχαμε γυρίσει στο σχολείο.
Ο Δημήτρης, τόλμησε και χάρισε στην Μαρία την καρδιά που είχαμε αγοράσει παρέα από το Λούνα Παρκ.
Εγώ ακόμη την έχω να φιγουράρει στα κλειδιά του σπιτιού μου, θυμίζοντας μου έτσι, εκείνη την ξεχωριστή βραδιά της παιδικής μου ηλικίας...




*Βασίλης Παπακωνσταντίνου

6 σχόλια:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Υπέροχο. Μοναδικό αφήγημα. Εκπληκτικό στο κλείσιμό του.

Άβατον είπε...

@Δείμος,
πάνω απ'όλα μου άρεσε διότι είναι πραγματικό από την αρχή ως το τέλος του. ;)

Ανώνυμος είπε...

Πωπω αυτο ήταν καταπληκτικό!

Άβατον είπε...

@Μελιμε Οστά,
χαίρομαι που σου άρεσε φάτσα.;)

Ανώνυμος είπε...

dn mou arese 8a borouce na teliwne diaforetika exasa 15 lepta mexri na to diavasw kai xerw pws se mia bdomada 8a to exw xexasei

Άβατον είπε...

@Ανώνυμος,
όλες οι ιστορίες θα μπορούσαν να τελειώνουν με χίλιους τρόπους. Όπως επίσης θα μπορούσες από την πλευρά σου ένα κείμενο δύο παραγράφων να το έχεις διαβάσει σε 5 και όχι σε 15 λεπτά.
Όλα είναι θέμα προσωπικής αντιληπτικότητας :)