23.6.08

Στοιχειακά και Στοιχειώδη


Καθώς ξύπνησα το πρωί, μια αδιόρατη δύναμη έκανε μια και μοναδική σκέψη να στριφογυρίζει ακατάπαυστα μέσα στο μυαλό μου. Πέρασα το χέρι μου απαλά πάνω από το κεφάλι μου ελπίζοντας πως θα την έδιωχνα με αυτόν τον τρόπο μάταια όμως αφού συνέχιζε να με τριβελίζει συνεχώς. Γύρισα το βλέμμα μου προς το ρολόι και σκέφτηκα πως αν ήθελα να προλάβω το καράβι θα έπρεπε να βιαστώ. Εδώ και δυο μέρες κάποιοι γνωστοί με περίμεναν στην Πάρο όπου θα τους αντάμωνα εκεί. Η ώρα είχε περάσει αρκετά και έπρεπε να βιαστώ. Ρούχα, εσώρουχα, μπανιερά, πετσέτες, μουσικές, τσιγάρα, χρήματα, δίπλωμα οδήγησης, βιβλίο και λίγες στιγμές μετά βρισκόμουν στην εξώπορτα. Κατευθυνόμουν ήδη προς το λιμάνι όταν η λέξη άρχισε πάλι να στάζει από το ταβάνι του μυαλού μου.
"Σιρκουί", άκουσα την φωνή καθαρά να μου λέει. Δεν το σκέφτηκα περισσότερο. Με μια αναστροφή βρισκόμουν σε αντίθετη τροχιά από το λιμάνι. Η Πάρος μπορούσε να περιμένει κάποια άλλη φορά κι αφού έκανα μερικά τηλεφωνήματα, μέσα σε ένα τέταρτο βρισκόμουν ήδη στην εθνική οδό. Ξεκινούσε το παραμύθι...

Σε ένα δίωρο και με τον αέρα να ευωδιάζει Καλοκαίρι είχα φτάσει Ναύπακτο. Μοναστήρι, Κάστρο και καφεδάκι με φόντο τα τείχη. Η θέα να μου κόβει την ανάσα και να με κάνει, να θέλω να γίνω ένα με το Ένα. Επόμενη στάση Πάτρα. Σε ένα κτήμα έξω από την Κακογριά, ο κόκκινος σκαραβαίος μάρκαρε τα νώτα μου. Περνώντας την γέφυρα των ξέγνοιαστων Οδών βρέθηκα στην ταβέρνα του Λευτέρη όπου με περίμεναν οι πέντε (Ιπ)πότες της Στρογγυλής Φιάλης.
"Με ρέγουλα η θάλασσα στο ποτήρι σου", άκουσα τον Don Luigi (εδώ πρέπει να σημειώσω πως αν και συνειρμικά το όνομα του θύμιζε Μεξικανό ευγενή ο Don Luigi ήταν ο αρχαιότερος Δόγης της Βενετίας παρακαλώ) να με συμβουλεύει χαμογελαστά καθώς γέμιζε την κούπα μου και με νόημα συνέχισε ψιθυριστά, "στην συνέχεια θα χαράξουμε πορεία προς την παραλία...", πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του ακούστηκε ένα ηχηρό γρύλισμα από πίσω μας λες και συμμετείχε κι άλλος στην συζήτηση μας. Ήταν ένα ολόλευκο σκυλάκι που σε κοιτούσε στα μάτια λες και σου μιλούσε άνθρωπος. "Μμμ...Λευκή, το ξέρω γλυκιά μου πως συμφωνείς μαζί μου αλλά για στάσου, μήπως ξέχασα κάτι να αναφέρω;", ο Don Luigi περίμενε απάντηση και μετά από μια μικρή παύση που συνέβη ενώ κοιτούσε στα μάτια την Λευκή, εκείνη του ανταπόδωσε ένα γάβγισμα που τον έκανε να συνεχίσει. "Α, ναι καλή μου, έχεις δίκιο", της απάντησε και ύστερα απευθύνθηκε σε μένα. "Με την παρουσία σου λοιπόν εδώ ο Κύκλος έχει συμπληρωθεί", και μετά λες και πήρε απάντηση πάλι από την Λευκή γύρισε και της χαμογέλασε.
Στην έκδηλη απορία μου απάντησε ο Πεφωτισμένος Φώκος, ο οποίος καθόταν δίπλα στην Λερναία Μήτρα, με επίσημο ύφος που θύμιζε καρδινάλιο. "Θα πρέπει να πάμε γύρω στα 30 χιλιόμετρα μακριά και να βρεθούμε κοντά στο επίκεντρο. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Ο Κύκλος τώρα δεν πρέπει να σπάσει". Η Λερναία Μήτρα συμφώνησε μαζί του σιωπηλά και με κείνο το ύφος που σου θύμιζε την παγωμένη αναμονή επικίνδυνου κροταλία άφησε ένα σύννεφο καπνού να ταξιδέψει προς το πρόσωπο μου.
"Δεν φοβάμαι", τους αντιγύρισα κοφτά και μέσα από την κάπνα συμπλήρωσα, "παρ'όλα αυτά ακόμα δεν έχω καταλάβει, για πιο λόγο είμαι εν τέλη εδώ;"
Η ερώτηση μου όχι μόνο δεν βρήκε απάντηση αλλά στο άκουσμα της έκανε τον Νεκταρίνη, που στα νιάτα του διασκέδαζε με ιστορίες συνωμοσίας όλους τους αρχαίους βασιλείς της Πελλοπονήσου και δίδαξε την τέχνη της γητείας στους φυσιοδίφες της Σαρδηνίας, να χαχανίσει τρανταχτά κάνοντας τον αντίλαλο του γέλιου του να μοιάζει με κελάρυσμα δροσοπηγής.
"Ρωτάς κιόλας μικρέ;! Δεν είσαι τυχαία εδώ και πέραν αυτού νομίζω πως ξέρεις καλύτερα από τον καθένα μας τι πρόκειται να σου χαρίσει η Μέρα. Το χαμόγελο σου θα δείξει τον Δρόμο και θα επουλώσει τις πληγές που θα σκαλίσει σε λίγες ώρες ο Πόνος στις καρδιές των ανθρώπων. Πάμε να προλάβουμε λοιπόν και τα υπόλοιπα θα στα δείξει ο ηλιακός κύκλος", με αυτά σηκώθηκαν μεμιάς όλοι από την Τράπεζα και με μπροστάρη τον Νεκταρίνη που ακόμη δεν έλεγε να συνέλθει από τα χαχανητά κινήθηκαν προς τα αυτοκίνητα. Από πίσω του ακολουθούσε σιωπηλός ο Τετράφυλλος Βαλές. Το νεαρότερο ξωτικό της φυλής των Σκορπιών και δεινός εχθρός των καλικάντζαρων της ενδοχώρας. Με τον Νεκταρίνη τα βρίσκανε μια χαρά μιας και ο ένας συμπλήρωνε πολλές φορές τον άλλον σε ατάκες αλλά και σε δυνάμεις.
Πήγα κι εγώ προς το αυτοκίνητο μου μα ο Πεφωτισμένος Φώκος με σταμάτησε λέγοντας μου, "τα αυτοκίνητα μας δεν πηγαίνουν εκεί που θα πάμε", και μου έδειξε με την ματιά του προς ένα μικρό άλσος. Ακολούθησα το βλέμμα του και κάτω από τα δέντρα είδα ένα μικρό βαν να μας προσμένει. Εμφανισιακά έμοιαζε με κείνα τα πολύχρωμα και ψυχεδελικά βανάκια που κυκλοφορούσαν οι Χίπης την δεκαετία του ΄60 μα κάτι μου έλεγε πως κατά τ'άλλα ήταν πέρα για πέρα διαφορετικό. Η Λερναία Μήτρα αντιλήφθηκε αμέσως στο πρόσωπο μου τον έκδηλο θαυμασμό μου και συμπλήρωσε με σαγηνευτικό ύφος "Μην μπερδεύεσαι. Δεν είναι βαν από αυτά που ξέρεις. Πίσω από τις πόρτες του σηκώνεις το παραβάν ώστε να βρεθείς στην άλλη πλευρά της πραγματικότητας και να βρεθείς γυμνός μπροστά στο Φως...", η μικρή της παύση υπογράμμισε την σημασία της Σιωπής και έπειτα συνέχισε με ένα ανεπαίσθητο χαριέντισμα της φωνής της, "...ναι, μικρό μου έχω βρεθεί κι εγώ γυμνή μπροστά στο Φως και κείνη την στιγμή συνειδητοποίησα τι σημαίνει Κάλλος και Αρμονία. Μην ζαλίζεις το μυαλουδάκι σου, απλά κοίταξε με την στιγμή της μετουσίωσης και θα καταλάβεις το ποιόν τους. Κατ'εικόνα και ομοίωση δεν είπε ο Ναζωραίος; Έ να σου λοιπόν...φτάνει βέβαια το ταξίδι μέσα στο βαν να είναι μεγάλο". Η Λερναία Μήτρα πραγματικά το διασκέδαζε να φλερτάρει μαζί μου και δεν έχανε ευκαιρία να με πειράζει. Δεν με ξεγελούσε όμως. Ήξερα πως κάτω από αυτό το τόσο λάγνο και γεμάτο υποσχέσεις πρόσωπο πως κατοικεί μεγάλη σκληρότητα και ανείπωτη δύναμη. Μόνον εκείνη μπορούσε να καλμάρει τα Στοιχειακά και να επικοινωνήσει άμεσα με την Virgo.
Όταν μπήκαμε στο βαν πραγματικά ήταν σαν να είχες σηκώσει κάποιο παραβάν και από πίσω του φανερωνόταν ένας άλλος κόσμος, κρυφός στα μάτια των περισσότερων ανθρώπων. Κι αυτό το λέω διότι μέσα στο βαν δεν ένιωθες πως ήσουν μέσα σε κάποιο φορτηγάκι. Μπαίνοντας μέσα, ξαφνικά βρισκόσουν σε ένα ξέφωτο το οποίο για να το διασχίσεις έπρεπε να το περπατήσεις(?!) και όχι να οδηγήσεις. Το βανάκι στην ουσία αποτελούσε μια Πύλη όπου η έννοια του Χώρου αλλά και του Χρόνου ήταν πολύ σχετικά ως τελείως άσχετα πράγματα μεταξύ τους. Περπατώντας όλοι μαζί είδαμε από μακριά μια ερημική παραλία να ξεδιπλώνεται μπροστά μας.
"Φτάσαμε", άκουσα να λέει ο Πεφωτισμένος Φώκος και η εικόνα της παραλίας άρχισε να θολώνει τόσο πολύ που το είδωλο της άρχισε να μου θυμίζει φωτογραφία που έχει "πάρει" φως. Η φωτεινότητα όλο και αυξανόταν κάνοντας την γραμμική απεικόνιση της παραλίας να γίνεται όλο και πιο αχνή. Η πόρτα του βαν είχε ανοίξει και τώρα πια ήμασταν {έξω?} από το βαν, αν μπορείς να το πεις έτσι, κι ως δια μαγείας η παραλία ήταν μπροστά στα πόδια μας! Γύρισα και κοίταξα τον Πεφωτισμένο Φώκο, "θες να μου πεις τώρα πως περπατήσαμε 30 χιλιόμετρα;", τον ρώτησα με σαρκαστικό ύφος.
"Αυτό είναι το ευχαριστώ σου για την τόσο ψυχεδελική μας βόλτα, νεογνό πετεινάρι;", ο Πεφωτισμένος Φώκος αν και μου απάντησε με χαριτωμενιά που θα την ζήλευαν και οι νεράιδες της σπηλιάς του Πάνα, κάτω από το πρόσωπο του έκρυβε σύννεφα. Η ώρα είχε φτάσει και αυτό ήταν αντιληπτό από όλους μας. Εντός ολίγου ήμασταν στην παραλία του καραφλού Κώνωπα και είχαμε πάρει θέσεις σε κυκλικό σχηματισμό. Τότε, πήρε τον λόγο ο Τετράφυλλος Βαλές και με φωνή που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν προέρχεται από αρσενικό ή θηλυκό, μας έκανε ξαφνικά να παγώσουμε, "Οι καλικάντζαροι της ενδοχώρας με την βοήθεια των αγανακτισμένων Στοιχειακών, από την απληστία των ανθρώπων βεβαίως, ετοιμάζουν μεγάλο χτύπημα με επίκεντρο να είναι το σημείο που βρισκόμαστε τώρα. Ας αναλάβει ο καθείς δράση ώστε να μπορέσουμε να περιορίσουμε τις συνέπειες του χτυπήματος αυτού και να προστατέψουμε αλλήλους".
Στο τελείωμα της φράσης η Λερναία Μήτρα ανέλαβε πρώτη δράση και με ένα ξεφύσημα καπνού από το στόμα, στην αρχή δημιούργησε ένα μικρό συννεφάκι άμμου το οποίο μέσα σε λίγες στιγμές έγινε ολόκληρος ανεμοστρόβιλος ο οποίος χόρευε πλήρως τιθασευμένος ανάμεσα στον κύκλο που είχαμε στήσει και με το άκουσμα της προσταγής της έγινε ολόκληρο θεριό από δύναμη και λύσσα κάνοντας την ταυτόχρονα να ακούγεται η φωνή της ως βροντή εν αιθρία,

"ΣΤΟΙΧΕΙΑΚΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ!
ΣΑΛΑΜΑΝΔΡΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ!
ΝΑΝΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ!
ΣΥΛΦΙΔΕΣ ΤΟΥ ΑΕΡΟΣ!
ΝΗΡΗΪΔΕΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ!
ΥΠΟΤΑΧΘΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΑΙΘΕΡΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΟΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΤΕ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΓΑΙΑΣ ΤΗΝ ΑΝΙΣΣΟΡΟΠΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ Η ΑΠΛΗΣΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ!
ΜΑΛΑΚΩΣΤΕ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΣΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΙΝΑ ΠΟΥ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΛΑ ΔΕΧΘΕΙΤΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΟΛΩΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΙ ΩΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ!"
.

Με το άκουσμα αυτής της επίκλησης η γη άρχισε να μουγκρίζει σαν πληγωμένο θεριό και το έδαφος άνοιξε κάτω από τα πόδια μας σαν να ήταν φτιαγμένο από χαρτί. Αποσβολωμένοι από την δύναμη του Εγκέλαδου, με τα χέρια ενωμένα σε κύκλο και με τα μάτια κλειστά προσπαθήσαμε με τις προσταγές του Πεφωτισμένου Φώκου να διατηρήσουμε τις θέσεις μας και να οραματιστούμε συμπαντική Αγάπη ΠΡΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑ τη Γαία. Μέσα σε μια στιγμή το βουητό της Φύσης έγινε τόσο τεράστιο που ένιωθες πως αν δεν πέσει ο Ουρανός πάνω στο κεφάλι σου θα έχει ήδη ξεριζωθεί από την ρίζα. Τα στοιχειακά του αέρα έφερναν ουρλιαχτά τρόμου στα αυτιά μας και με αυτόν τον τρόπο μας γνωστοποιούσαν πως δεν γινόταν να αποφευχθεί το κακό. Μπορούσε όμως με τιτάνια προσπάθεια να ελαχιστοποιηθεί. Η Λερναία Μήτρα αν και είχε καταφέρει να ανεβάσει τον ανεμοστρόβιλο ως τις παρυφές του ουρανού, δημιουργώντας έτσι ένα προφυλακτικό ιστό γύρω από εμάς, έδειχνε πλήρως αποκαμωμένη κι αν ο εγκέλαδος συνέχιζε με την ίδια ένταση, είμαι σίγουρος πως θα την βρίσκαμε νεκρή από την υπερπροσπάθεια. Στο μεταξύ, σε μια ανύποπτη στιγμή ο Τετράφυλλος Βαλές με ένα νεύμα του Νεκταρίνη μεταμορφώθηκε σε μαύρο σκορπιό και σπάζοντας το Κύκλο χάθηκε μέσα στην άμμο της παραλίας αφήνοντας μας μόνους (κατόπιν, μου εξηγήθηκε πως έπρεπε να περάσει την αλλοκοσμική πύλη της ενδοχώρας και να έρθει αντιμέτωπος με τους καλικάντζαρους). Ο Νεκταρίνης έπειτα από την φυγή του Τετράφυλλου Βαλέ μάλλον φρίκαρε και εκεί που τον είχα συνηθίσει να χαχανίζει ασταμάτητα, τον είδα να πέφτει στα γόνατα και να φιλά την γη με δάκρυα στα μάτια. Πραγματικά έδειχνε να μετανοεί για κάτι για το οποίο δεν ήμουν ενήμερος. Ευθύς αμέσως, στο σημείο όπου έπεφταν τα δάκρυα του Νεκταρίνη άρχισε να ανθίζει και να ξεπετάγονται τεράστια πανύψηλα δέντρα που λειτούργησαν σαν σκεπή για τους εαυτούς μας. Από την άλλη, ο Don Luigi είχε μείνει κάτω από ένα δέντρο με την Λευκή στην αγκαλιά να του γλύφει φοβισμένα το χέρι. Ο μόνος που έδειχνε να έχει παραμείνει στην θέση του ήταν ο Πεφωτισμένος Φώκος. Σαν να βρισκόταν εν μέσω τρικυμίας προσπάθησε να σταθεροποιήσει το κορμί του και με μια αστραπιαία κίνηση φανέρωσε από το πουθενά ένα τεράστιο ξύλινο ραβδί με το οποίο χτύπησε 4 φορές με δύναμη το έδαφος. Σε κάθε κρούση του ραβδιού ακουγόταν ένας εκκωφαντικός χτύπος που έμοιαζε με ορφανό αντίλαλο που τριγυρνούσε στα σωθικά της γης. Στην τέταρτη κρούση ο σεισμός έσβησε με ένα κύκνειο μουγκρητό που σε έκανε να νιώθεις πως ένας γιγαντιαίος ατίθασος Ταύρος επιτέλους υποτάχθηκε.
Σε όλο αυτό το σκηνικό και μέσα στον γενικότερο χαμό πρέπει να είχα μείνει στήλη άλατος βιώνοντας όλη αυτή την κατάσταση. Εν μέσω ενός θολού σαστίσματος ήταν λες και παρακολουθούσα ταινία φαντασίας. Δεν εξηγείτε αλλιώς το πως κατάφερα να συγκρατήσω τόσες πολλές λεπτομέρειες των συντρόφων μου. Άφησα μια εκπνοή ανακούφισης που πάλευε εδώ και ώρα να βρει τρόπο διαφυγής από μέσα μου όταν ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου και μια φωνή να μου λέει, "τελείωσε μικρέ μου, κάναμε ότι μπορούσαμε". Ήταν η Λερναία Μήτρα. Έδειχνε άδεια από ενέργεια και κουράγιο. Η λάμψη που χαρακτήριζε το λάγνο παρουσιαστικό της είχε χαθεί και κάτω από αυτό το γυναικείο προσωπείο πλέον μπορούσες να νιώσεις πως υπάρχει και αναπνέει ένα πανάρχαιο κι άγνωστο πλάσμα σε μας τους ανθρώπους.
Αφού μας πήρε αρκετό χρόνο να ανασυνταχθούμε αντιλήφθηκα πως ο Τετράφυλλος Βαλές έλειπε ακόμα. Ο Νεκταρίνης είχε μείνει σε στάση προσκυνήματος και η προσήλωση του αυτή θύμιζε ιμάμη στα βάθη της Ασίας. Ο Πεφωτισμένος Φώκος ψέλλισε ένα "Σ'ευχαριστώ" προς τον ουρανό και έπειτα σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο του. Ο Don Luigi, κρατώντας την Λευκή που ακόμη έτρεμε από τον φόβο της μου είπε σαν να είχε διαβάσει την σκέψη μου, "Πιστεύω να μας βρει αργότερα ο Βαλές. Δεν θέλω να σκέφτομαι πως έπαθε κάτι κακό. Θα πάρει καιρό να επιστρέψει από την ενδοχώρα μα στο τέλος πάντα καταφέρνει να είναι κοντά μας". Αυτό σήμαινε πως μπορεί να έχει συμβεί το οτιδήποτε στον Βαλέ. Καθώς επιστρέφαμε προς το μίνι βαν γύρισα και κοίταξα τον Don Luigi με συμπάθεια. "Εγώ τι ρόλο έπαιξα σε όλο αυτό;", τον ρώτησα με φανερή απορία. Ο Don Luigi φάνηκε να διασκεδάζει με την ερώτηση και με μιας αποκρίθηκε "του κομπάρσου". Στο άκουσμα της απάντησης, χαμογέλασα από καρδιάς κάνοντας τον Don Luigi να πάρει πάλι τον λόγο, "Έτσι μπράβο καλέ μου. Μόλις πρόσφερες το πολυτιμότερο σου δώρο σε όλους μας. Το χαμόγελο σου είναι η παρουσία του Θεού ανάμεσα μας".
Κατόπιν, αυτού και χωρίς ακριβώς να έχω αντιληφθεί την σημασία των λεγομένων του Don Luigi, θυμάμαι πως μέχρι να φτάσουμε στο βαν είχα μείνει για αρκετή ώρα να φορώ ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπο μου...

Δεν υπάρχουν σχόλια: