Πέρασαν πολλά ματωμένα φεγγάρια με δάκρυα ενώ τις λειψές μέρες από πόνο και χαρά ο Φαέθων, σκούπιζε τον ιδρώτα στον μουδιασμένο αυχένα μου από τους κόπους της Ζωής. Έσπειρα ροδοκόκκινους βλαστούς Αγάπης, κλάδεψα ανθούς ανεκπλήρωτων ονείρων και καλλιέργησα το χώμα της καρδιάς μου με ότι πιο ιερό και όσιο έχει ο Έρωτας να δώσει σαν γόνιμη εκπλήρωση του Μεγαλείου του.
Περπάτησα, μπερδεύτηκα στο ανώνυμο πλήθος, ταράχτηκε η καρδιά μου από θνητούς φόβους και έλιωσα το Θείο Χρυσάφι της Λήθης μου να σφυρηλατήσει φυλαχτά για σας. Μεγάλη απόφαση το γκρίζο για να το κάνω τελικό προορισμό μου, μα δε με σκιάζει, άλλη μια σκιά είναι από τις πολλές που με κατατρέχουν εδώ και συνεχόμενες Ζωές κι όπως τότε που με απαρνήθηκες ανορθόγραφα στο κύκνειο βράδυ της ύστατης Σιωπής, έτσι κι εγώ με τη σειρά μου σαν αταίριαστο στενόχωρο παλτό, θα την πετάξω από πάνω μου όταν σημάνει η Μεγάλη Ώρα.