Πρώτον, δεν είμαι από την Κρήτη.
Δεύτερον, δεν έχω καταφέρει να πάω ποτέ στην Κρήτη και
Τρίτον, όσον αφορά τις μουσικές μου γνώσεις και προτιμήσεις μπορώ να πω με βεβαιότητα πως είναι ποικιλόμορφες και αρκετά μεγάλες.
Ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως στο σπίτι μου έχω χιλιάδες αξιόλογες δισκογραφικές δουλειές τότε σίγουρα τα παρακάτω που ακολουθούν αποκτούν ιδιαίτερη σημαντική αξία για μένα.
Ο Αντώνης Ξυλούρης (κατά κόσμον γνωστός ως Ψαραντώνης) γεννήθηκε 6/9/1943 στα Ανώγεια Κρήτης. Αδελφός του Νίκου Ξυλούρη, έμαθε μουσική δίπλα στο μεγαλύτερό του αδελφό από πολύ μικρή ηλικία. Αυτοδίδακτος στη λύρα, έπαιξε πρώτη φορά σε γάμο στα δεκατρία του και πολύ γρήγορα απέκτησε φήμη παίζοντας σε γιορτές και πανηγύρια σε διάφορα μέρη της Κρήτης. Λυράρης από 16 ετών, μπήκε στη δισκογραφία το 1964 [Εσκέφθηκα να σ' αρνηθώ] ηχογραφώντας δίσκους των 45 στροφών. Έχει εκπροσωπήσει πολλές φορές την Ελλάδα σε διεθνή φεστιβάλ του εξωτερικού. Πρώτη φορά πήρε μέρος σε διεθνές φεστιβάλ το 1982 στην Κολωνία σε διοργάνωση του τηλεοπτικού καναλιού WDR. Το 1984 έπαιξε στο Βερολίνο, στις εκδηλώσεις για τα 750 χρόνια από την ίδρυση της πόλης. Εμφανίζεται τακτικά στη Γερμανία, ενώ έχει παίξει στη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, το Λουξεμβούργο, τη Σόφια, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι, την Ουκρανία, τη Φιλιππούπολη, αλλά και στην Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στο φεστιβάλ "Η Συνάντηση των Πέντε Ηπείρων" που έγινε στο Martigny της Ελβετίας τον Ιούνιο του 1999, κερδίζοντας διθυραμβικές κριτικές.
«Η μουσική του Ψαραντώνη είναι ασύγκριτη και μοναδική. Όλα τα μουσικά ακούσματα ξεχνιούνται όταν ηχεί η λύρα του Ψαραντώνη»
Ruth Roedler (Δημοσιογράφος σε κανάλι της Γερμανίας).
Ο Ψαραντώνης είναι ένας από τους αγαπημένους μου Έλληνες καλλιτέχνες. Ένας βιρτουόζος της λύρας που από την πρώτη επαφή που είχα με την μουσική του, η οποία συνέβη αν θυμάμαι καλά το 1999, κατάφερε να με κερδίσει στο απόλυτο. Μα δεν είναι μόνον αυτό. Ο Ψαραντώνης δεν είναι καλλιτέχνης της οκάς ούτε υπήρξε άνθρωπος που επιζήτησε να τραβά τα φώτα της δημοσιότητας επάνω του. Αυτό που ανέκαθεν έκανε και κάνει ήταν να καταθέτει Ψυχή και πάνω απ’όλα να χρήζεται το μέγιστο συναίσθημα του μοιράσματος το οποίο αφορά το δημιουργό με τον κόσμο. Δύσκολος άνθρωπος (όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες άλλωστε), συχνά παρεξηγημένος, με παρουσιαστικό το οποίο συνειρμικά μπορεί αμέσως να σε κάνει να τον παρομοιάσεις με αρχαίο Έλληνα θεό ενώ κουβαλά πάνω του ένα μεστό λόγο που σπάει κόκαλα με την λακωνικότητα και την σοφία που τον διακρίνει.
Ο Ψαραντώνης δεν είναι Κρητικός…ΕΙΝΑΙ η ίδια η Κρήτη.
Με την παρουσία, την συμπεριφορά και την μουσική του επί σκηνής είναι ένας μουσικός που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί έναν απλό και στείρο οργανοπαίχτη αλλά…ΓΙΝΕΤΑΙ ο ίδιος το όργανο. Με μέσο (τι άλλο;) την λύρα, ενσαρκώνει μέσα του χιλιάδες χρόνια πολιτισμού και ιστορίας και παραμένει ως σήμερα γνήσιος εκφραστής των πανάρχαιων αρχών που του δίδαξαν οι πρόγονοι του. Τα τραγούδια του είναι γεμάτα από νοήματα και αξίες που στις μέρες μας βρίσκονται σε κατάσταση σύγχυσης στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ο Ψαραντώνης στα τραγούδια του εξυμνεί την Λεβεντιά, την αγάπη για την Φύση, την προσωπική Τιμή, τον Έρωτα, την Γυναίκα, το Θάρρος, το Κάλλος, την Επανάσταση και την Ελευθερία του ανθρώπου. Αναμφίβολα είναι ένας μουσικός που δημιουργεί μουσική όχι από οικονομική ανάγκη ή ματαιοδοξία μα παρακινούμενος από την εσωτερική ανάγκη και δοκιμασία στην οποία υποβάλλεται από τα προσωπικά του Δαιμόνια. Σε πράγματα που αφορούν την μουσική και τους ποικίλους τρόπους της προσωπικής του έκφρασης υπήρξε και υπάρχει ως απόλυτα ασυμβίβαστος και αυτό πολλές φορές έγινε λόγος στο να παρεξηγηθεί ουκ ολίγες φορές. Σε συναυλία που έγινε πριν από χρόνια στον Λυκαβηττό με 1500 άτομα κόσμο να τον περιμένει να παίξει, όταν ανέβηκε στην σκηνή απαίτησε εξαρχής ησυχία κι όταν έπειτα από δικές του επανειλημμένες συστάσεις δεν εισακούστηκε στον βαθμό που επιθυμούσε, έπειτα από ένα τέταρτο πάνω στη σκηνή αποχώρησε δείχνοντας έτσι με αυτόν τον τρόπο στο ακροατήριο ότι μουσικός δεν είναι μόνον αυτός που παίζει αλλά και αυτός που ακούει. Κι αυτό είναι κάτι που το έχει μόνον ο Ψαραντώνης σε σχέση με τους λοιπούς λυράρηδες της Κρήτης. Για αυτόν, το μουσικό και προσωπικό ξεγύμνωμα της Εσωτερικότητας του μπροστά σε κοινό, εμπεριέχει κάτι το μυστικιστικά εκστατικό. Άρα ο Ψαραντώνης σε καμία περίπτωση δεν αποδέχεται να αφήσει να μεταμορφωθεί όλη αυτή η ιερουργία που νιώθει σε ένα ακόμη στερεότυπο Κρητικό πανηγύρι.
Η γνωριμία μας ήταν επεισοδιακή. Είχα μάθει ότι θα έρθει στην Αθήνα και έτρεξα να τον δω παρέα με μια φίλη μου που μετά από όλα αυτά που της είχα πει για αυτόν και την μουσική του, είχε μεγάλη περιέργεια να τον δει από κοντά. Βρεθήκαμε σε μια μπουάτ στο Νέο Κόσμο μπας και συναντηθούμε με έναν άλλον Κόσμο. Με ένα αρχαίο Κόσμο και ξεχασμένο στα μάτια της σύγχρονης κοινωνίας. Το μαγαζί ήταν κατάμεστο από Κρητικούς που ζούσαν στην Αθήνα και από ότι κατάλαβα ο ένας ήξερε λίγο πολύ τον άλλον. Κάτσαμε σε μια άκρη σε ένα μικρό τραπεζάκι και είδα τον Ψαραντώνη να κάθεται στο μπαρ. Η ρακί έρρεε άφθονη στα τραπέζια μα εκείνος έπινε πορτοκαλάδα και κάπνιζε μονάχος. Η κόρη του η Νίκη, ήταν ήδη καθισμένη στη σκηνή και περίμενε υπομονετικά τον πατέρα της. Κάποιοι θαμώνες που και που φώναζαν το όνομα του, εκείνος απαντούσε κάνοντας τους ένα νεύμα ή ένα χαιρετισμό από τα μακριά μα κανείς δεν κατάφερε να του πάρει κουβέντα. Σε κανέναν δεν φάνηκε όμως περίεργο εφόσον όλοι ήξεραν τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του.
Μετά από λίγο ανέβηκε στα όργανα με μια αυστηρότητα και ένα ανεπαίσθητο άγχος στο πρόσωπο του. Η τελειομανία είναι άλλο χαρακτηριστικό του γνώρισμα και έχω ακούσει από πολλά στόματα πως αν δεν τύχει να τα βάλει με κάποιον θρασύ από το κοινό (όπως τότε που ένας ηλίθιος πετάχτηκε μέσα από τον κόσμο και του φώναξε: «Έεε Ψαραντώνη, Κρήτη ή Ελλάδα;»), τότε σίγουρα θα νευριάσει με κάποιον από την ορχήστρα που αδυνατεί να ακολουθήσει τους αυτοσχεδιασμούς του. Η κόρη του, έσκασε ένα χαμόγελο για τον πατέρα της αλλά και για να μαλακώσει τον κόσμο που ανέμενε σε ατμόσφαιρα θρησκευτικής κατάνυξης. Ήταν πολύ περίεργο το όλο συναίσθημα θυμάμαι. Ένιωθα σαν επίτιμος προσκαλεσμένος κάποιου γέρου σαμάνου και ανυπομονούσα να δω πως θα ήταν live μια τέτοια εκδήλωση.
Πρέπει να ομολογήσω πως ο Ψαραντώνης όταν παίζει ζωντανά είναι όμοιος με παγανιστική φιγούρα. Καθώς φλερτάρει με το συναίσθημα και την έκσταση προς αναζήτηση Ισορροπίας, εκείνη ακριβώς την ώρα που εκτελεί κάποιο μουσικό κομμάτι δείχνει σαν να είναι παρόν απών. Η φωνή του αντηχεί άλλοτε σαν φαράγγι που σείεται και άλλοτε σαν βαθύς αντίλαλος που χάνεται σε σκοτεινή χαράδρα. Μουγκρητά άγριου ζώου ξεφεύγουν από το στόμα του την ίδια ώρα που σαν φύλακα σταυρό ξεκουράζει την λύρα στο προσκέφαλο του. Ταυτοχρόνως, άξαφνα τραβάει πότε δυνατές και πότε γλυκές μονοκονδυλιές με το δοξάρι κάνοντας τον να μοιάζει σαν άλλος Αϊ Γιώργης που καρφώνει αλύπητα με το δόρυ του τον Δράκο. Όταν την ίδια στιγμή τα μάτια του πάντα μένουν κλειστά αφού μόνο έτσι μπορούν να κοιτούν έναν κόσμο άφαντο σε μας.
Αποδρά ολοκληρωτικά εκτός Χώρου & Χρόνου. Δίνεται άνευ όρων σε αυτήν τη Δύναμη που τον ανυψώνει και τον σταυρώνει. Θυσιάζει το Εγώ του προς χάριν της αποκάλυψης που του χαρίζει η αρχέγονη ηχώ της λύρας και χάνει τον εαυτό του ώστε να τον ξαναβρεί στο τέλος πιο καθαρό από τα πριν. Κάθαρση η οποία συμβαίνει, κατά γενική ομολογία, όχι μόνον για αυτόν αλλά και για όλους όσους τον ακούν εκείνη τη στιγμή. Και μετά νηνεμία…με μια φωνή που ακούγεται όπως το υγρό αεράκι έπειτα από καταιγίδα στην κορφή ενός βουνού. Ακούγεται σαν ψιθυριστό θνητό παράπονο για την επιστροφή του στο Εδώ και το Τώρα.
Στο διάλειμμα, σηκώθηκε αργά λες και ήθελε από κάτι να συνέλθει και πήγε προς το μπαρ ξανά. Άναψε τσιγάρο και κοιτούσε τον τοίχο. Αν και ο κόσμος είχε ενθουσιαστεί μαζί του φωνάζοντας τον να κάτσει στο τραπέζι τους να τον κεράσουν μια ρακί, παραδόξως κανένας δεν σηκώθηκε να τον πλησιάσει. Έστεκε δίπλα μας όταν η φίλη μου άρχισε να με πιέζει να πάω να του μιλήσω.
«Έλα, πήγαινε...αφού φαίνεται στα μάτια σου το πόσο πολύ σε εξιτάρει η ενέργεια του», φαγώθηκε να μου λέει.
«Και τι να του πω δηλαδή;», σκέφτηκα φωναχτά.
«Άσε το ένστικτο να σου πει. Άλλωστε θα το εκτιμήσει που θα τον χαιρετήσει κάποιος εδώ μέσα που δεν είναι Κρητικός», μου είπε με ύφος που δεν σήκωνε διαφωνία.
«Δεν ξέρω ρε συ, είναι περίεργος έχω ακούσει», είπα άψυχα λες και το έλεγα στον εαυτό μου και όχι σε εκείνη.
«Χα! Γιατί εσύ πας πίσω δηλαδή;!», μου ανταπάντησε και πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου συνέχισε μην αφήνοντας μου κανένα περιθώριο σκέψης.
«Άντε πήγαινε!», φώναξε περισσότερο σαν διαταγή και όχι σαν προτροπή.
Σηκώθηκα σαν υπνωτισμένος και πήγα προς το μέρος του. Η αλήθεια είναι ότι παρά τους δισταγμούς μου επιθυμούσα και εγώ να του μιλήσω. Ήθελα να του πω πως δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς Κρητικός για να εκτιμήσει την μουσική του και να νιώσει ανάταση ψυχής. Ήθελα απλά να του πω ένα ολόψυχο Ευχαριστώ…
Στήθηκα πλάϊ του στο μπαρ και τον καλησπέρισα. Μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό πολύ πιο ένθερμα από ότι περίμενα και αυτό μου έδωσε ώθηση να συνεχίσω. Αρχίσαμε να μιλάμε με μένα να προσέχω να μην βγω εκτός θέματος και φυσικά να μην πετάξω καμία μπαρούφα που μπορεί να τον προσβάλει. Προσπάθησα να είμαι άμεσος λέγοντας του αυτά που είχα κατά νου χωρίς να φανώ φλύαρος.
Γαμώτο, ένιωθα σαν τουρίστας στην ίδια μου την πόλη!
Προς μεγάλη μου ανακούφιση η συζήτηση μας συνεχίστηκε σε θερμό κλίμα μιλώντας για διάφορα θέματα αλλά αυτά δεν χρειάζεται να τα αναλύσω εδώ. Αυτό όμως πραγματικά που μου έκανε μεγάλη έκπληξη σε σημείο να σοκαριστώ (όπως και όλο το μαγαζί βέβαια), ήταν πως ενώ ήδη μιλούσαμε κάνα 5λέπτο, όταν η Νίκη του έκανε νεύμα πως τον περιμένει, αυτός γύρισε προς το μέρος μου και με αγκάλιασε.
Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι έγινε τον άκουσα να μου λέει…
«Να ξέρεις πως σε έχω σαν γιό μου. Όποτε έρθεις Κρήτη να περάσεις να με δεις».
Γύρισε και με φίλησε όπως ο πατέρας τον γιό του και επέστρεψε στην σκηνή…