20.9.06

Το Γράμμα


Ήθελε εδώ και καιρό να της εξομολογηθεί τον έρωτα του.
Δεν έβρισκε τρόπο όμως.
Δεν ήταν καλός στα λόγια.
Γινόταν κατακόκκινος και μόνο στη σκέψη του να στέκεται μπροστά της και να αρχίζει να της μιλά για όλα αυτά που φυλάει εδώ και καιρό μέσα του.
Στις γυναίκες αρέσουν οι δυναμικοί άντρες και όχι αυτοί που κοκκινίζουν από ντροπή, σκεφτόταν. Θα ξεφτιλιζόταν μπροστά στα μάτια της.
Στον γραπτό λόγο ήταν πολύ καλύτερος απ'ότι στον προφορικό και σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να της γράψει ένα γράμμα.
Έκατσε και έγραψε σελίδες επί σελίδων με όλα αυτά που ένιωθε. Του πήρε ένα ολόκληρο μερόνυχτο και όταν πια τελείωσε και πήγε να σφραγίσει τα αισθήματα του μέσα σε ένα φάκελο, προς μεγάλη του έκπληξη συνειδητοποίησε πως ο φάκελος δεν χωρούσε τις δεκάδες σελίδες που του είχε χαρίσει απλόχερα η έμπνευση.
Πήρε τότε ένα ακόμα μεγαλύτερο φάκελο, τακτοποίησε όμορφα όλες τις σκέψεις και τα αισθήματα του και στο τέλος έβαλε και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μαζί.
Έκλεισε το φάκελο με φανερή νευρικότητα και στη θέση του παραλήπτη έγραψε: "Για το αγκάθι της καρδιάς μου".
Θα της το άφηνε στην εξώπορτα του σπιτιού της το οποίο ήταν 30 λεπτά οδήγηση μακριά από το δικό του. Έβαλε το φάκελο στο μέρος της καρδιάς, κούμπωσε το μπουφάν του προσεχτικά ώστε να μην τσαλακώσει με αδέξιες κινήσεις το γράμμα, πήρε τα κλειδιά της μηχανής και κατέβηκε χωρίς καθυστέρηση στο γκαράζ.
Μάρσαρε τον κινητήρα καθώς η μηχανή έκανε σαν θεριό που το ξυπνήσανε. Βγήκε γρήγορα στην λεωφόρο και με το γκάζι κολλημένο στο τέρμα κατάπιε τα χιλιόμετρα πολύ πιο γρήγορα από ότι περίμενε. Σε 10 λεπτά είχε φτάσει έξω από το σπίτι της. Εκείνη έμενε σε μια πολύ όμορφη μονοκατοικία με κήπο κάπου έξω από το κέντρο της πόλης. Δεν ήθελε να τον δει. Πάρκαρε δεκάδες μέτρα μακριά από το σπίτι της και άρχισε να περπατά προς την εξώπορτα όταν από το πουθενά τον προσπέρασε ένα πολυτελές αυτοκίνητο το οποίο σταμάτησε ακριβώς έξω από την πόρτα του σπιτιού της. Κοντοστάθηκε μια στιγμή και περίμενε. Ήξερε πως έμενε μόνη αλλά αυτό δεν ήταν το αυτοκίνητο της. Με αναμένα αλάρμ το αυτοκίνητο γουργούριζε σαν βαριεστημένη γάτα.
Ο Χρόνος είχε παγώσει. Ήτανε βέβαιο πως θα γελοιοποιήθει αν καθόταν και άλλο μα δεν μπορούσε να κάνει μεταβολή και να γυρίσει πίσω. Τα πόδια του είχαν ριζώσει στο έδαφος και αρνούνταν να προχωρήσουν μπρος ή πίσω. Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα σαν να μην ήθελαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν. Έπειτα από ένα λεπτό άνοιξε η πόρτα του συνοδηγού και την είδε να βγαίνει από το αυτοκίνητο. Φορούσε ένα κόκκινο βραδινό φόρεμα (θεέ μου πόσο όμορφη ήταν) ενώ σκόρπια χαχανητά έφταναν στα αυτιά του. Άμεσως μετά, άνοιξε η πόρτα του οδηγού και ένας ψηλός άντρας βγήκε από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Εκείνη είχε φτάσει ήδη στην πόρτα και τον περίμενε χαμογελάστη παίρνοντας ναζιάρικες πόζες. Ο άντρας που έδειχνε κάτι παραπάνω από κομψός, ντυμένος με ένα μαύρο κοστούμι και με παπούτσια που γυαλίζαν στο σκοτάδι, έφτασε γρήγορα προς το μέρος της και με μια απαλή κίνηση του την κλείδωσε στα μπράτσα του. Έμειναν σφιχταγκαλιασμένοι ενώ είχαν παραδωθεί σε ένα ανευ όρων παθιασμένο φιλί. Εκείνος παρακολουθούσε από μακριά του και όλη η σκηνή του φάνηκε πως κράτησε έναν αιώνα.
Όταν η κοπέλα χαμογελώντας τραβήχτηκε απαλά από τον εράστη της, τότε και εκείνος κατάφερε να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Ήταν λες και προσπαθούσε να ξυπνήσει από κακό όνειρο. Αλλά το όνειρο δεν έλεγε να φύγει.
Αυτή η κοπέλα που εδώ και μήνες είχε γίνει το προσωπικό του αγκάθι, απόψε είχε καταφέρει με ένα ξένο φιλί να καρφωθεί μέσα του όλο και πιο βαθιά.
Ένα δάκρυ μονάχα κύλησε στο μάγουλο του και ταξίδεψε μέχρι το λαιμό του. Τα μάγουλα του είχαν κοκκινήσει σαν να είχε φάει χαστούκι. Έκανε μεταβολή και επέστρεψε προς την μηχανή του. Έβαλε μπρος χολωμένος και οδηγήσε προς το σπίτι χωρίς να ρίξει ούτε καν μια τελευταία ματιά πίσω του.

Έφτασε το ίδιο γρήγορα πίσω στο σπίτι του.

Σταμάτησε έξω από την πόρτα, κατέβηκε αργά από την μηχανή και έβγαλε το φάκελο από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. Άναψε τσιγάρο και κοιτούσε τον ουρανό λες και τον έβλεπε πρώτη φορά στην ζωή του. Στο ένα χέρι κρατούσε τον φάκελο και στο άλλο το τσιγάρο.
Έμεινε εκεί και κοιτούσε τα άστρα καθώς σκεφτόταν πως η έμπνευση πολλές φορές είναι δώρο εκ των άνωθεν και καλό είναι μερικές φορές οι σκέψεις να ελευθερώνονται από την φυλακή του χαρτιού ώστε να παίρνουν πίσω την άϋλη μορφή τους.

Τότε έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη του, έβαλε φωτιά στο γράμμα και το πέταξε μπρος στα πόδια του κοιτάζοντας το να εξαϋλώνεται...
"Τώρα είσαι ελεύθερο και εσύ...", είπε φωναχτά και επέστρεψε στο σπίτι του.

7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

πόσο πόνο κρύβει η ελευθερία...

πόση ανακούφηση σου δίνει ο ίδιος ο πόνος
όταν τον έχεις χορτάσει με όλο το μαζοχιστικό σου είναι,
όταν έχεις γίνει ένα μαζί του,
τον έχεις χωνέψει, όπως ένα κακομαγειρεμένο φαί, με κόπο δηλαδή...

έρχετε μετά η ηρεμία και η γαλήνη.

ευχαριστώ για το κείμενο.

οποία συνχρονικότης....




trapped

Sigmataf είπε...

Τώρα είσαι ελέυθερο κι εσύ...
Υπάρχει ένα τραγούδι των ACTIVE MEMBER με παρόμοιο τίτλο.
Πολύ όμορφο post.
Φτάσε το στα άκρα.
Να είσαι καλά.

Άβατον είπε...

Δεν μετράει η πτώση αλλά η πρόσκρουση...και εκεί καταλαβαίνεις πως ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό.

Άβατον είπε...

Εφόσον ξέρεις τους Active Member...δεν μπορώ παρά να υποβάλλω στα σέβη μου και σε σένα :)

Υ.Γ: Άσε που θα μπορούσε αντί αυτού να πει "Χρέωσε τα στη Φωτιά" ;)

GerasimosGR είπε...

πολύ καλό το κείμενο. Μπορείτε να βρείτε ενδιαφέροντα άρθρα, και στο δικό μου blog. Καλό χειμώνα. Γεράσιμος

ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΣ είπε...

Τόσο απλό
Τόσο όμορφο
Τόσο αληθινό...

Άβατον είπε...

@Εγκλωβισμένος,
Sad but True...