Στην εταιρία πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν να έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Ένας θάνατος από φυσικά ή αιφνίδια αίτια θα ήταν ίσως ότι έπρεπε για την περίπτωση τους. Την άλλη μέρα ευθύς αμέσως ο καθένας για την πάρτη του θα είχε πάρει και μια προαγωγή. Έτσι τουλάχιστον πίστευε η πλειοψηφία του γραφείου του. Δεν ήταν και λίγο πράγμα αν σκεφτεί κανείς πως ενώ είχε φτάσει 64 ετών, είχε καταφέρει όσα οι άλλοι συνάδελφοι του δεν επρόκειτο να γευτούν ούτε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Για την ακρίβεια, το μόνο που είχαν να επιδείξουν στον ίδιο και στους γύρω τους ήταν η ίδια θέση τουλάχιστον για 7 με 8 χρόνια, ορισμένοι εξ αυτών, άντε να είχαν σπείρει στο μεταξύ και κάνα διό κουτσούβελα προς τιμήν της συνέχειας του ανθρώπινου είδους αλλά και της επίκτητης οικογενειακής τους υπόληψης .
Αυτός όμως δεν είχε φτάσει εκεί που είχε φτάσει για να κομπάζει ή για να διατυμπανίζει πως με πρωτόγνωρο υπερβάλλων ζήλο και αυταπάρνηση είχε ως μοναδικό του στόχο να γίνει ο ηγέτης και ο εμπνευστής της εταιρίας. Αυτό ήταν το «πιστεύω» των τρίτων για το πρόσωπο του αλλά κάτι τέτοιο δεν θεωρούσε ο ίδιος για τον εαυτό του.
Μάλλον η προσωπική αλήθεια που είχε υιοθετήσει ο ίδιος για τον εαυτό του ήταν πως έπειτα από εκείνο το τραγικό τροχαίο που κόστισε τον ακαριαίο θάνατο της γυναίκας και των παιδιών του, εκείνη την αποφράδα ημέρα πριν από περίπου 20 χρόνια στην Εθνική Οδό. Έκτοτε, όλος ο ψυχικός του κόσμος αντέδρασε αντανακλαστικά και αντιδραστικά σε όλο το κακό που τον βρήκε με το να μεταμορφωθεί μέσα σε μια δεκαετία ως τον πλέον εργατικό, παραγωγικό και αντικοινωνικό άνθρωπο της εταιρίας. Μετά από αυτό το συμβάν εύκολα θα μπορούσε κανείς να πει πως είχε γίνει εργασιομανής καθαρά για ψυχοθεραπευτικούς λόγους. Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο πέραν της δουλειάς του. Ποτέ ξανά δεν γύρισε να κοιτάξει άλλη γυναίκα στα μάτια. Όσο μεγαλύτερα τα κέρδη της εταιρίας τόσο μεγαλύτερη η ατομική του χασούρα σαν άνθρωπος…
Φυσικά, η ολική άρνηση της προσωπικής του ζωής ήταν ένα συν για την επιχείρηση εφόσον όλη του η ζωτική ενέργεια και ενδιαφέρον είχαν κοινό παρανομαστή την πρόοδο αλλά και την αύξηση των κερδών της επιχείρησης.
Μόνο αυτό τον ένοιαζε εφόσον τον εαυτό του τον είχε κλειδώσει οριστικά και αμετάκλητα στο χρονοντούλαπο της συμφοράς που τον είχε ανταμώσει προ μια εικοσαετίας.
Η προσωπική του ζωή εύκολα θύμιζε το γκρέμισμα των ετοιμόρροπων παλαιών κτιρίων στο κέντρο της Αθήνας ή τον ανιπεβεβαίωτο μύθο της «Ευτυχίας του Εργένη» που είχε χτίσει για τους γύρω του.
Πολύ περισσότερο σήμερα που το ημερολόγιο είχε σημάνει 04/09/06.
Τούτη τη μέρα που όλοι οι συνάδελφοι του θα είχαν φορέσει τις μάσκες της καλοσύνης και θα τον περίμεναν σαν πεινασμένα τσακάλια στο γραφείο για να του ευχηθούν «από καρδιάς» τα καλύτερα και πλέον μεγαλόψυχα λόγια που μπορείς να πεις σε άνθρωπο.
Σήμερα.
Δευτέρα.
Ημέρα των γενεθλίων του.
Ζόρισε τον απρόθυμο εαυτό του να σηκωθεί από το κρεβάτι για να πάει στη δουλειά. Ήταν μια γαμημένη μέρα για τον ίδιο. Εγκατέλειψε με νωχελικές κινήσεις το κρεβάτι του και σαν πληγωμένο φίδι σύρθηκε ως την τουαλέτα για να νίψει το πρόσωπο του. Το αγουροξυπνημένο του ύφος τον κάρφωνε κατάματα και όσο περισσότερο τον κοίταζε τόσο περισσότερο οι μνήμες έστηναν άγριο χορό μες το κρανίο του. Έβαλε το κεφάλι του κάτω από την βρύση μπας και πνίξει τις σκέψεις με το κρύο νερό. Βγήκε από το μπάνιο και άρχισε να ντύνεται σαν θανατοποινίτης που λίγο πριν από την δημόσια εκτέλεση ντύνεται γαμπρός στον μοιραίο του γάμο με τον επικείμενο θάνατο. Κάλλιστα θα μπορούσες να τον παρομοιάσεις με υποψήφιο απαγχονισμένο ο οποίος δείχνει να αναλογίζεται την ύστατη στιγμή όλα εκείνα τα Πάθη και τα ανεκπλήρωτα όνειρα της Ζωής του καθώς έδενε τη γραβάτα στο λαιμό του σαν να ήταν τριχιά αιμοσταγή Δήμιου.
Πήρε τα κλειδιά από το τραπεζάκι του καθιστικού και κατέβηκε στο υπόγειο γκαράζ. Εκεί τον περίμενε καρτερικά μια εκλεπτυσμένη σε εμφάνιση και ταυτόχρονα προικισμένη με λεπτές γραμμές, πολυτελής Jaguar. Το αυτοκίνητο πάντα του θύμιζε την οικιοθελή δουλεία του. Έβαλε μπροστά και άφησε για λίγο τον κινητήρα να γουργουρίζει χαμηλόφωνα ανάμεσα στα πόδια του. Υπολόγισε πως σε μισή ώρα θα είναι στο γραφείο, το οποίο σαφώς και θα φέρνει σήμερα σε σύναξη και γιορτή παλιάτσων.
Ανεβαίνοντας με το ασανσέρ, προσπαθούσε όλη εκείνη την ώρα να πείσει τον εαυτό του πως όλα είναι μια γελοία φάρσα. Φτάνοντας έξω από το γραφείο ένα τσούρμο γλοιώδεις φάτσες που ούτε θα ήθελες να τους έχεις καν γείτονες, έτρεξαν προς το μέρος του με κάτι τεράστια παραμορφωμένα χαμόγελα να φιγουράρουν καλουπωμένα πάνω στο πρόσωπο τους. Για την ακρίβεια, θα μπορούσες εύκολα να τους περάσεις για κλώνους του Joker. Καθότι εκείνος όμως γνώριζε ότι δεν ήταν στα σίγουρα ο Batman, στιγμιαία συνειδητοποίησε ότι όλοι αυτοί οι φλεγματικοί τύποι πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από τους ίδιους τους συνεργάτες του.
-«Χρόνια Πολλά»
-«Να τα εκατοστίσετε, και ότι καλύτερο σας εύχομαι»
-«Ότι ποθείτε στην αγκαλιά σας να το βρείτε»
-«Άντε και γαμπρό να σε δούμε γεράκο!»
Κλείνοντας την πόρτα, πήρε μια βαθιά ανάσα με την πλάτη του να στηρίζεται στον τοίχο του γραφείου μπας και μπορέσει να ξεφύγει από την τεράστια αναγούλα που του είχε φτάσει από το στομάχι στο λαιμό. Πριν καθίσει, εξέτασε προσεχτικά το ενδεχόμενο να κλείσει το κινητό του ωσότου να έρθει η ώρα που θα φύγει ξαλαφρωμένος για το σπίτι μετά το πέρας αυτού του κακόγουστου πάρτυ.
Αυτό και έκανε.
Δεν ήθελε ειδικά τέτοια μέρα να τον ενοχλούν τηλεφωνώντας του για τα «χρόνια πολλά» και να του γλύφουν τα αυτιά οι κάθε λογής ρουφιάνοι και κόλακες που είχε συναναστραφεί κατά καιρούς.
Οι ώρες περάσανε λαθραία για πρώτη φορά από τότε που είχε δουλέψει μέσα σε αυτή την εταιρία κολοσσό της εγχώριας αγοράς και μια από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρίες του κόσμου.
Οι συνεργάτες και συνάδελφοι είχαν διοργανώσει ένα αποχαιρετιστήριο πάρτυ προς τιμήν του όχι μόνο για τα γενέθλια του αλλά γιατί σήμερα σήμαινε και το τέλος εποχής για αυτόν μέσα στους κόλπους της επιχείρησης καθώς την επόμενη ημέρα έβγαινε στην σύνταξη.
Ειδικότερα, η 4η Σεπτεμβρίου του 1965, δεν ήταν μόνον η μέρα των γενεθλίων του αλλά και η πρώτη μέρα που έπιασε δουλειά σε αυτή την επιχείρηση. Πριν 41 χρόνια ακριβώς δηλαδή.
Τότε, το είχε θεωρήσει καλό οιωνό το ότι τα γενέθλια του είχαν συμπέσει την ίδια ημέρα με την πρόσληψη του στην εταιρία.
Να που τώρα όμως η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να συμπέσουν τα γενέθλια του και με την αποχώρηση του από την επιχείρηση που ανδρώθηκε.
Μερικές φορές η Ζωή σου παίζει κάτι παιχνίδια που ούτε η φαντασία μπορεί να τα ονοματίσει.
Τότε ήταν η πρώτη του μέρα στην εταιρία.
Σήμερα είναι η τελευταία του όμως και αυτό έδειχνε πως ένας κύκλος που είχε ανοίξει πριν από σαρανταένα χρόνια έκλεισε με τον ίδιο τρόπο σε μια τέλεια επαλήθευση των γεγονότων της ζωής.
Ήταν ήδη αργά το απόγευμα όταν το πάρτυ θεωρήθηκε λήξαν με το γραφείο του να μοιάζει κατόπιν με βομβαρδισμένο προάστιο του Βελιγραδίου. Ριγμένα μπουκάλια αλκοόλ στο πάτωμα, μισογεμάτα ποτήρια να προσπαθούν να βρουν τη θέση τους μέσα στο χώρο και το χρόνο καθώς δεκάδες μισοσβησμένα αποτσίγαρα ήταν οι τελευταίοι αξιόπιστοι μάρτυρες αυτής της θλιβερής σύναξης.
Ήταν ώρα να επιστρέψει στο σπίτι.
Για τα καλά.
Δεν πρέπει να του πήρε πολύ ώρα να φτάσει έξω από το σπίτι. Βγήκε από το αυτοκίνητο και έμεινε για λίγο ακίνητος να κοιτάζει το σπίτι του επίμονα λες και το έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του. Ένιωθε αποκαμωμένος και άχρηστος. Σαρανταένα ολόκληρα χρόνια από την ζωή του μέσα σε μια επιχείρηση την οποία αγαπούσε να μισεί. Τώρα ήταν μετεώρος. Τα παιδιά του και η γυναίκα του είχαν αποδημήσει πριν από είκοσι χρόνια και τώρα τον άφηνε και η δουλειά του για πάντα. Δεν είχε κάτι άλλο στην ζωή που να τον κάνει να νιώθει ζωντανός.
Τι θα έκανε;
Δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό του...
Το επόμενο πρωί ο κηπουρός που ερχόταν καθημερίνα για να φροντίσει τον κήπο του σπιτιού του τον βρήκε να κρέμεται κρεμάσμενος από την γραβάτα του στην οροφή του γκαράζ. Ένα σημείωμα βρίσκοταν κάτω από τα πόδια του με μια φράση γράμμενη...
«Οικιοθελής αποχώρηση».
Στην κηδεία του είχαν παρεβρεθεί όλοι αυτοί που είχαν δώσει και το παρόν στο αποχαιρετιστήριο πάρτυ που είχαν διοργανώσει προς τιμήν του. Σήμερα πάλι θα τον αποχαιρετούσαν όχι από την δουλειά μα οριστικά από αυτόν τον κόσμο.
Έτσι η ταφική πλάκα ανέγραφε την 4η Σεπτεμβρίου όχι μόνο ως ημερομηνία γέννησης αλλά και θανάτου...
Αυτός όμως δεν είχε φτάσει εκεί που είχε φτάσει για να κομπάζει ή για να διατυμπανίζει πως με πρωτόγνωρο υπερβάλλων ζήλο και αυταπάρνηση είχε ως μοναδικό του στόχο να γίνει ο ηγέτης και ο εμπνευστής της εταιρίας. Αυτό ήταν το «πιστεύω» των τρίτων για το πρόσωπο του αλλά κάτι τέτοιο δεν θεωρούσε ο ίδιος για τον εαυτό του.
Μάλλον η προσωπική αλήθεια που είχε υιοθετήσει ο ίδιος για τον εαυτό του ήταν πως έπειτα από εκείνο το τραγικό τροχαίο που κόστισε τον ακαριαίο θάνατο της γυναίκας και των παιδιών του, εκείνη την αποφράδα ημέρα πριν από περίπου 20 χρόνια στην Εθνική Οδό. Έκτοτε, όλος ο ψυχικός του κόσμος αντέδρασε αντανακλαστικά και αντιδραστικά σε όλο το κακό που τον βρήκε με το να μεταμορφωθεί μέσα σε μια δεκαετία ως τον πλέον εργατικό, παραγωγικό και αντικοινωνικό άνθρωπο της εταιρίας. Μετά από αυτό το συμβάν εύκολα θα μπορούσε κανείς να πει πως είχε γίνει εργασιομανής καθαρά για ψυχοθεραπευτικούς λόγους. Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο πέραν της δουλειάς του. Ποτέ ξανά δεν γύρισε να κοιτάξει άλλη γυναίκα στα μάτια. Όσο μεγαλύτερα τα κέρδη της εταιρίας τόσο μεγαλύτερη η ατομική του χασούρα σαν άνθρωπος…
Φυσικά, η ολική άρνηση της προσωπικής του ζωής ήταν ένα συν για την επιχείρηση εφόσον όλη του η ζωτική ενέργεια και ενδιαφέρον είχαν κοινό παρανομαστή την πρόοδο αλλά και την αύξηση των κερδών της επιχείρησης.
Μόνο αυτό τον ένοιαζε εφόσον τον εαυτό του τον είχε κλειδώσει οριστικά και αμετάκλητα στο χρονοντούλαπο της συμφοράς που τον είχε ανταμώσει προ μια εικοσαετίας.
Η προσωπική του ζωή εύκολα θύμιζε το γκρέμισμα των ετοιμόρροπων παλαιών κτιρίων στο κέντρο της Αθήνας ή τον ανιπεβεβαίωτο μύθο της «Ευτυχίας του Εργένη» που είχε χτίσει για τους γύρω του.
Πολύ περισσότερο σήμερα που το ημερολόγιο είχε σημάνει 04/09/06.
Τούτη τη μέρα που όλοι οι συνάδελφοι του θα είχαν φορέσει τις μάσκες της καλοσύνης και θα τον περίμεναν σαν πεινασμένα τσακάλια στο γραφείο για να του ευχηθούν «από καρδιάς» τα καλύτερα και πλέον μεγαλόψυχα λόγια που μπορείς να πεις σε άνθρωπο.
Σήμερα.
Δευτέρα.
Ημέρα των γενεθλίων του.
Ζόρισε τον απρόθυμο εαυτό του να σηκωθεί από το κρεβάτι για να πάει στη δουλειά. Ήταν μια γαμημένη μέρα για τον ίδιο. Εγκατέλειψε με νωχελικές κινήσεις το κρεβάτι του και σαν πληγωμένο φίδι σύρθηκε ως την τουαλέτα για να νίψει το πρόσωπο του. Το αγουροξυπνημένο του ύφος τον κάρφωνε κατάματα και όσο περισσότερο τον κοίταζε τόσο περισσότερο οι μνήμες έστηναν άγριο χορό μες το κρανίο του. Έβαλε το κεφάλι του κάτω από την βρύση μπας και πνίξει τις σκέψεις με το κρύο νερό. Βγήκε από το μπάνιο και άρχισε να ντύνεται σαν θανατοποινίτης που λίγο πριν από την δημόσια εκτέλεση ντύνεται γαμπρός στον μοιραίο του γάμο με τον επικείμενο θάνατο. Κάλλιστα θα μπορούσες να τον παρομοιάσεις με υποψήφιο απαγχονισμένο ο οποίος δείχνει να αναλογίζεται την ύστατη στιγμή όλα εκείνα τα Πάθη και τα ανεκπλήρωτα όνειρα της Ζωής του καθώς έδενε τη γραβάτα στο λαιμό του σαν να ήταν τριχιά αιμοσταγή Δήμιου.
Πήρε τα κλειδιά από το τραπεζάκι του καθιστικού και κατέβηκε στο υπόγειο γκαράζ. Εκεί τον περίμενε καρτερικά μια εκλεπτυσμένη σε εμφάνιση και ταυτόχρονα προικισμένη με λεπτές γραμμές, πολυτελής Jaguar. Το αυτοκίνητο πάντα του θύμιζε την οικιοθελή δουλεία του. Έβαλε μπροστά και άφησε για λίγο τον κινητήρα να γουργουρίζει χαμηλόφωνα ανάμεσα στα πόδια του. Υπολόγισε πως σε μισή ώρα θα είναι στο γραφείο, το οποίο σαφώς και θα φέρνει σήμερα σε σύναξη και γιορτή παλιάτσων.
Ανεβαίνοντας με το ασανσέρ, προσπαθούσε όλη εκείνη την ώρα να πείσει τον εαυτό του πως όλα είναι μια γελοία φάρσα. Φτάνοντας έξω από το γραφείο ένα τσούρμο γλοιώδεις φάτσες που ούτε θα ήθελες να τους έχεις καν γείτονες, έτρεξαν προς το μέρος του με κάτι τεράστια παραμορφωμένα χαμόγελα να φιγουράρουν καλουπωμένα πάνω στο πρόσωπο τους. Για την ακρίβεια, θα μπορούσες εύκολα να τους περάσεις για κλώνους του Joker. Καθότι εκείνος όμως γνώριζε ότι δεν ήταν στα σίγουρα ο Batman, στιγμιαία συνειδητοποίησε ότι όλοι αυτοί οι φλεγματικοί τύποι πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από τους ίδιους τους συνεργάτες του.
-«Χρόνια Πολλά»
-«Να τα εκατοστίσετε, και ότι καλύτερο σας εύχομαι»
-«Ότι ποθείτε στην αγκαλιά σας να το βρείτε»
-«Άντε και γαμπρό να σε δούμε γεράκο!»
Κλείνοντας την πόρτα, πήρε μια βαθιά ανάσα με την πλάτη του να στηρίζεται στον τοίχο του γραφείου μπας και μπορέσει να ξεφύγει από την τεράστια αναγούλα που του είχε φτάσει από το στομάχι στο λαιμό. Πριν καθίσει, εξέτασε προσεχτικά το ενδεχόμενο να κλείσει το κινητό του ωσότου να έρθει η ώρα που θα φύγει ξαλαφρωμένος για το σπίτι μετά το πέρας αυτού του κακόγουστου πάρτυ.
Αυτό και έκανε.
Δεν ήθελε ειδικά τέτοια μέρα να τον ενοχλούν τηλεφωνώντας του για τα «χρόνια πολλά» και να του γλύφουν τα αυτιά οι κάθε λογής ρουφιάνοι και κόλακες που είχε συναναστραφεί κατά καιρούς.
Οι ώρες περάσανε λαθραία για πρώτη φορά από τότε που είχε δουλέψει μέσα σε αυτή την εταιρία κολοσσό της εγχώριας αγοράς και μια από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρίες του κόσμου.
Οι συνεργάτες και συνάδελφοι είχαν διοργανώσει ένα αποχαιρετιστήριο πάρτυ προς τιμήν του όχι μόνο για τα γενέθλια του αλλά γιατί σήμερα σήμαινε και το τέλος εποχής για αυτόν μέσα στους κόλπους της επιχείρησης καθώς την επόμενη ημέρα έβγαινε στην σύνταξη.
Ειδικότερα, η 4η Σεπτεμβρίου του 1965, δεν ήταν μόνον η μέρα των γενεθλίων του αλλά και η πρώτη μέρα που έπιασε δουλειά σε αυτή την επιχείρηση. Πριν 41 χρόνια ακριβώς δηλαδή.
Τότε, το είχε θεωρήσει καλό οιωνό το ότι τα γενέθλια του είχαν συμπέσει την ίδια ημέρα με την πρόσληψη του στην εταιρία.
Να που τώρα όμως η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να συμπέσουν τα γενέθλια του και με την αποχώρηση του από την επιχείρηση που ανδρώθηκε.
Μερικές φορές η Ζωή σου παίζει κάτι παιχνίδια που ούτε η φαντασία μπορεί να τα ονοματίσει.
Τότε ήταν η πρώτη του μέρα στην εταιρία.
Σήμερα είναι η τελευταία του όμως και αυτό έδειχνε πως ένας κύκλος που είχε ανοίξει πριν από σαρανταένα χρόνια έκλεισε με τον ίδιο τρόπο σε μια τέλεια επαλήθευση των γεγονότων της ζωής.
Ήταν ήδη αργά το απόγευμα όταν το πάρτυ θεωρήθηκε λήξαν με το γραφείο του να μοιάζει κατόπιν με βομβαρδισμένο προάστιο του Βελιγραδίου. Ριγμένα μπουκάλια αλκοόλ στο πάτωμα, μισογεμάτα ποτήρια να προσπαθούν να βρουν τη θέση τους μέσα στο χώρο και το χρόνο καθώς δεκάδες μισοσβησμένα αποτσίγαρα ήταν οι τελευταίοι αξιόπιστοι μάρτυρες αυτής της θλιβερής σύναξης.
Ήταν ώρα να επιστρέψει στο σπίτι.
Για τα καλά.
Δεν πρέπει να του πήρε πολύ ώρα να φτάσει έξω από το σπίτι. Βγήκε από το αυτοκίνητο και έμεινε για λίγο ακίνητος να κοιτάζει το σπίτι του επίμονα λες και το έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του. Ένιωθε αποκαμωμένος και άχρηστος. Σαρανταένα ολόκληρα χρόνια από την ζωή του μέσα σε μια επιχείρηση την οποία αγαπούσε να μισεί. Τώρα ήταν μετεώρος. Τα παιδιά του και η γυναίκα του είχαν αποδημήσει πριν από είκοσι χρόνια και τώρα τον άφηνε και η δουλειά του για πάντα. Δεν είχε κάτι άλλο στην ζωή που να τον κάνει να νιώθει ζωντανός.
Τι θα έκανε;
Δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό του...
Το επόμενο πρωί ο κηπουρός που ερχόταν καθημερίνα για να φροντίσει τον κήπο του σπιτιού του τον βρήκε να κρέμεται κρεμάσμενος από την γραβάτα του στην οροφή του γκαράζ. Ένα σημείωμα βρίσκοταν κάτω από τα πόδια του με μια φράση γράμμενη...
«Οικιοθελής αποχώρηση».
Στην κηδεία του είχαν παρεβρεθεί όλοι αυτοί που είχαν δώσει και το παρόν στο αποχαιρετιστήριο πάρτυ που είχαν διοργανώσει προς τιμήν του. Σήμερα πάλι θα τον αποχαιρετούσαν όχι από την δουλειά μα οριστικά από αυτόν τον κόσμο.
Έτσι η ταφική πλάκα ανέγραφε την 4η Σεπτεμβρίου όχι μόνο ως ημερομηνία γέννησης αλλά και θανάτου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου